헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θαλαμηπόλος

2군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θαλαμηπόλος

어원: pole/omai

  1. 신랑, 신혼 남자
  1. a chamber-maid, waiting maid
  2. a eunuch of the bed chamber
  3. a bridegroom
  4. bridal

예문

  • Σάρδισ Πεσσινόεντοσ ἀπὸ Φρυγὸσ ἤθελ’ ἱκέσθαι ἔκφρων, μαινομένην δοὺσ ἀνέμοισι τρίχα, ἁγνὸσ Ἄτυσ, Κυβέλησ θαλαμηπόλοσ· (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 2201)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 2201)

  • δαῖε δέ οἱ πῦρ γρῆυσ Ἀπειραίη, θαλαμηπόλοσ Εὐρυμέδουσα, τήν ποτ’ Ἀπείρηθεν νέεσ ἤγαγον ἀμφιέλισσαι· (Homer, Odyssey, Book 7 1:4)

    (호메로스, 오디세이아, Book 7 1:4)

  • αὐτὰρ ἐπεὶ στόρεσαν πυκινὸν λέχοσ ἐγκονέουσαι, γρηὺ̈σ μὲν κείουσα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει, τοῖσιν δ’ Εὐρυνόμη θαλαμηπόλοσ ἡγεμόνευεν ἐρχομένοισι λέχοσδε, δάοσ μετὰ χερσὶν ἔχουσα· (Homer, Odyssey, Book 23 33:3)

    (호메로스, 오디세이아, Book 23 33:3)

유의어

  1. a chamber-maid

  2. a eunuch of the bed chamber

  3. 신랑

  4. bridal

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION