Ancient Greek-English Dictionary Language

πτηνός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πτηνός πτηνή πτηνόν

Structure: πτην (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pth=nai

Sense

  1. feathered, winged
  2. winged creatures, fowls, birds, of winged game
  3. fleeting

Examples

  • ὄμμασι δ’ ὕπνον ἀγρευτὴν πτηνοῦ φάσματοσ αἰὲν ἔχω. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 125 1:2)
  • οὐ γὰρ ἀλύξω πεζὸσ ὑπὸ πτηνοῦ πυκνὰ διωκόμενοσ. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 592)
  • καὶ τοῦ πτηνοῦ μὴν γένουσ πᾶσα ἡμῖν ἡ θήρα λέγεταί πού τισ ὀρνιθευτική. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 26:3)
  • τῷ δὲ τοιούτῳ τέρατι ξυμπλέκεσθαι καὶ ὁμόσε ἰέναι μαινομένου τινὸσ ἀληθῶσ ἔργον ἢ σφόδρα ἀνδρείου καὶ πτηνοῦ, Περσέωσ ἢ Βελλεροφόντου. (Dio, Chrysostom, Orationes, 37:4)
  • φασὶ γὰρ Βελλεροφόντην μὲν ἐπὶ πτηνοῦ τοῦ Πηγάσου φέρεσθαι ἐχόμενον τοῦ δώρου τῆσ Ἀθηνᾶσ καὶ καταπρᾶξαι ἄλλα τε καὶ τὴν Χίμαιραν χειρώσασθαι, ἔξω βέλουσ ὄντα αὐτῇ τοῦ παρ’ αὐτῆσ πυρόσ· (Aristides, Aelius, Orationes, 7:1)

Synonyms

  1. feathered

  2. winged creatures

  3. fleeting

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION