Ancient Greek-English Dictionary Language

πτηνός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πτηνός πτηνή πτηνόν

Structure: πτην (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pth=nai

Sense

  1. feathered, winged
  2. winged creatures, fowls, birds, of winged game
  3. fleeting

Examples

  • Ἡράκλεισ, δεινόν τινα φὴσ τὸν ὄνειρον εἴ γε πτηνὸσ ὤν, ὥσ φασιν, καὶ ὁρ́ον ἔχων τῆσ πτήσεωσ τὸν ὕπνον ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα ἤδη πηδᾷ καὶ ἐνδιατρίβει ἀνεῳγόσι τοῖσ ὀφθαλμοῖσ μελιχρὸσ οὕτωσ καὶ ἐναργὴσ φαινόμενοσ· (Lucian, Gallus, (no name) 6:4)
  • Ἄγε, ὦ Γανύμηδεσ ‐ ἥκομεν γὰρ ἔνθα ἐχρῆν ‐ φίλησόν με ἤδη, ὅπωσ εἰδῇσ οὐκέτι ῥάμφοσ ἀγκύλον ἔχοντα οὐδ̓ ὄνυχασ ὀξεῖσ οὐδὲ πτερά, οἱο͂σ ἐφαινόμην σοι πτηνὸσ εἶναι δοκῶν. (Lucian, Dialogi deorum, 1:1)
  • πτηνὸσ πορεύσει πῶλοσ· (Aristophanes, Peace, Prologue, iambics3)
  • πῶσ ἐξολισθεῖν πτηνὸσ ὢν δυνήσεται; (Aristophanes, Peace, Prologue, iambics13)
  • κἀν τῷδε μόχθῳ πτηνὸσ ἐσπίπτει δόμοισ κῶμοσ πελειῶν ‐ Λοξίου γὰρ ἐν δόμοισ ἄτρεστα ναίουσ’ ‐ ὡσ δ’ ἀπέσπεισαν μέθυ, ἐσ αὐτὸ χείλη πώματοσ κεχρημέναι καθῆκαν, εἷλκον δ’ εὐπτέρουσ ἐσ αὐχένασ. (Euripides, Ion, episode 4:11)

Synonyms

  1. feathered

  2. winged creatures

  3. fleeting

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION