헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προστρίβω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προστρίβω προστρίψω

형태분석: προς (접두사) + τρίβ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 덧붙다, 묶다, 붙이다
  1. to rub against, worn down by intercourse with, to inflict or cause to be inflicted, to be inflicted upon
  2. to attach to, the reputation of

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προστρίβω

προστρίβεις

προστρίβει

쌍수 προστρίβετον

προστρίβετον

복수 προστρίβομεν

προστρίβετε

προστρίβουσιν*

접속법단수 προστρίβω

προστρίβῃς

προστρίβῃ

쌍수 προστρίβητον

προστρίβητον

복수 προστρίβωμεν

προστρίβητε

προστρίβωσιν*

기원법단수 προστρίβοιμι

προστρίβοις

προστρίβοι

쌍수 προστρίβοιτον

προστριβοίτην

복수 προστρίβοιμεν

προστρίβοιτε

προστρίβοιεν

명령법단수 προστρίβε

προστριβέτω

쌍수 προστρίβετον

προστριβέτων

복수 προστρίβετε

προστριβόντων, προστριβέτωσαν

부정사 προστρίβειν

분사 남성여성중성
προστριβων

προστριβοντος

προστριβουσα

προστριβουσης

προστριβον

προστριβοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προστρίβομαι

προστρίβει, προστρίβῃ

προστρίβεται

쌍수 προστρίβεσθον

προστρίβεσθον

복수 προστριβόμεθα

προστρίβεσθε

προστρίβονται

접속법단수 προστρίβωμαι

προστρίβῃ

προστρίβηται

쌍수 προστρίβησθον

προστρίβησθον

복수 προστριβώμεθα

προστρίβησθε

προστρίβωνται

기원법단수 προστριβοίμην

προστρίβοιο

προστρίβοιτο

쌍수 προστρίβοισθον

προστριβοίσθην

복수 προστριβοίμεθα

προστρίβοισθε

προστρίβοιντο

명령법단수 προστρίβου

προστριβέσθω

쌍수 προστρίβεσθον

προστριβέσθων

복수 προστρίβεσθε

προστριβέσθων, προστριβέσθωσαν

부정사 προστρίβεσθαι

분사 남성여성중성
προστριβομενος

προστριβομενου

προστριβομενη

προστριβομενης

προστριβομενον

προστριβομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προστρίψω

προστρίψεις

προστρίψει

쌍수 προστρίψετον

προστρίψετον

복수 προστρίψομεν

προστρίψετε

προστρίψουσιν*

기원법단수 προστρίψοιμι

προστρίψοις

προστρίψοι

쌍수 προστρίψοιτον

προστριψοίτην

복수 προστρίψοιμεν

προστρίψοιτε

προστρίψοιεν

부정사 προστρίψειν

분사 남성여성중성
προστριψων

προστριψοντος

προστριψουσα

προστριψουσης

προστριψον

προστριψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προστρίψομαι

προστρίψει, προστρίψῃ

προστρίψεται

쌍수 προστρίψεσθον

προστρίψεσθον

복수 προστριψόμεθα

προστρίψεσθε

προστρίψονται

기원법단수 προστριψοίμην

προστρίψοιο

προστρίψοιτο

쌍수 προστρίψοισθον

προστριψοίσθην

복수 προστριψοίμεθα

προστρίψοισθε

προστρίψοιντο

부정사 προστρίψεσθαι

분사 남성여성중성
προστριψομενος

προστριψομενου

προστριψομενη

προστριψομενης

προστριψομενον

προστριψομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐξ οὗ γὰρ εἰσήρρησεν ἐσ τὴν οἰκίαν πληγὰσ ἀεὶ προστρίβεται τοῖσ οἰκέταισ. (Aristotle, Prologue 1:3)

    (아리스토텔레스, Prologue 1:3)

  • "ὁ δ’ Ἀρκεσίλαοσ τοσοῦτον ἀπέδει τοῦ καινοτομίασ τινὰ δόξαν ἀγαπᾶν καὶ ὑποποιεῖσθαί τι τῶν παλαιῶν, ὥστ’ ἐγκαλεῖν τοὺσ τότε σοφιστάσ, ὅτι προστρίβεται Σωκράτει καὶ Πλάτωνι καὶ Παρμενίδῃ καὶ Ἡρακλείτῳ τὰ περὶ τῆσ ἐποχῆσ δόγματα καὶ τῆσ ἀκαταληψίασ, οὐδὲν δεομένοισ, ἀλλ’ οἱο͂ν ἀναγωγὴν καὶ βεβαίωσιν αὐτῶν εἰσ ἄνδρασ ἐνδόξουσ ποιούμενοσ. (Plutarch, Adversus Colotem, section 263)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 263)

  • καὶ γὰρ καινότητα ὀνομάτων καὶ ἀηδίαν καὶ περιεργίαν καὶ τὸ σκοτεινὸν δὴ τοῦτο καὶ πικρὸν καὶ ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα προστρίβεται αὐτῷ, βασκαίνων μέν, ὥσπερ ἔφην, καὶ ταῦτα, ὅμωσ δ’ οὖν ἀφορμάσ γέ τινασ τοῦ συκοφαντεῖν εὐλόγουσ λαμβάνων. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 35 1:4)

    (디오니시오스, De Demosthene, chapter 35 1:4)

  • ὁρᾷσ ὅτι κακοηθείασ προστρίβεται τἀνδρὶ δόξαν, ἴδιον αὐτοῦ βούλευμα ποιεῖσθαι τὸ τοῦ Μνησιφίλου λέγων; (Plutarch, De Herodoti malignitate, section 37 8:1)

    (플루타르코스, De Herodoti malignitate, section 37 8:1)

  • ἢ οὐκ οἶσθ’ ἀκριβῶσ ὢν περισσόφρων ὅτι γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται; (Aeschylus, Prometheus Bound, episode, anapests 1:18)

    (아이스킬로스, 결박된 프로메테우스, episode, anapests 1:18)

유의어

  1. 덧붙다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION