προστρίβω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
προστρίβω
προστρίψω
형태분석:
προς
(접두사)
+
τρίβ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 덧붙다, 묶다, 붙이다
- to rub against, worn down by intercourse with, to inflict or cause to be inflicted, to be inflicted upon
- to attach to, the reputation of
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐξ οὗ γὰρ εἰσήρρησεν ἐσ τὴν οἰκίαν πληγὰσ ἀεὶ προστρίβεται τοῖσ οἰκέταισ. (Aristotle, Prologue 1:3)
(아리스토텔레스, Prologue 1:3)
- "ὁ δ’ Ἀρκεσίλαοσ τοσοῦτον ἀπέδει τοῦ καινοτομίασ τινὰ δόξαν ἀγαπᾶν καὶ ὑποποιεῖσθαί τι τῶν παλαιῶν, ὥστ’ ἐγκαλεῖν τοὺσ τότε σοφιστάσ, ὅτι προστρίβεται Σωκράτει καὶ Πλάτωνι καὶ Παρμενίδῃ καὶ Ἡρακλείτῳ τὰ περὶ τῆσ ἐποχῆσ δόγματα καὶ τῆσ ἀκαταληψίασ, οὐδὲν δεομένοισ, ἀλλ’ οἱο͂ν ἀναγωγὴν καὶ βεβαίωσιν αὐτῶν εἰσ ἄνδρασ ἐνδόξουσ ποιούμενοσ. (Plutarch, Adversus Colotem, section 263)
(플루타르코스, Adversus Colotem, section 263)
- καὶ γὰρ καινότητα ὀνομάτων καὶ ἀηδίαν καὶ περιεργίαν καὶ τὸ σκοτεινὸν δὴ τοῦτο καὶ πικρὸν καὶ ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα προστρίβεται αὐτῷ, βασκαίνων μέν, ὥσπερ ἔφην, καὶ ταῦτα, ὅμωσ δ’ οὖν ἀφορμάσ γέ τινασ τοῦ συκοφαντεῖν εὐλόγουσ λαμβάνων. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 35 1:4)
(디오니시오스, De Demosthene, chapter 35 1:4)
- ὁρᾷσ ὅτι κακοηθείασ προστρίβεται τἀνδρὶ δόξαν, ἴδιον αὐτοῦ βούλευμα ποιεῖσθαι τὸ τοῦ Μνησιφίλου λέγων; (Plutarch, De Herodoti malignitate, section 37 8:1)
(플루타르코스, De Herodoti malignitate, section 37 8:1)
- ἢ οὐκ οἶσθ’ ἀκριβῶσ ὢν περισσόφρων ὅτι γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται; (Aeschylus, Prometheus Bound, episode, anapests 1:18)
(아이스킬로스, 결박된 프로메테우스, episode, anapests 1:18)
파생어
- ἀνατρίβω (to rub well, rub clean, to be worn away)
- ἀποδιατρίβω (to wear quite away, to waste utterly)
- ἀποτρίβω (지치게 하다, 닳아 없어지다, 닳다)
- διατρίβω (낭비하다, 소비하다, 먹어치우다)
- ἐκτρίβω (생산하다, 만들다, 제작하다)
- ἐντρίβω (가지다, 먹다, 소유하다)
- ἐπιτρίβω (다지다, 파하다, 눌러 부수다)
- κατατρίβω (닳다, 닳아 없어지다, 지치게 하다)
- παρατρίβω (문지르다, 바르다, 비비다)
- προσανατρίβομαι (자주 가다, 서식하다, 출몰하다)
- συνεπιτρίβω (to destroy at once)
- συντρίβω (문지르다, 바르다, 비비다)
- τρίβω (문지르다, 바르다, 두근거리다)
- ὑποτρίβω (해지다, 닳다, 갈다)