Ancient Greek-English Dictionary Language

προστρέχω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προστρέχω προσδραμοῦμαι προσέδραμον

Structure: προς (Prefix) + τρέχ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to run to or towards, come to, to run up
  2. to run at, make a sally

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προστρέχω προστρέχεις προστρέχει
Dual προστρέχετον προστρέχετον
Plural προστρέχομεν προστρέχετε προστρέχουσιν*
SubjunctiveSingular προστρέχω προστρέχῃς προστρέχῃ
Dual προστρέχητον προστρέχητον
Plural προστρέχωμεν προστρέχητε προστρέχωσιν*
OptativeSingular προστρέχοιμι προστρέχοις προστρέχοι
Dual προστρέχοιτον προστρεχοίτην
Plural προστρέχοιμεν προστρέχοιτε προστρέχοιεν
ImperativeSingular προστρέχε προστρεχέτω
Dual προστρέχετον προστρεχέτων
Plural προστρέχετε προστρεχόντων, προστρεχέτωσαν
Infinitive προστρέχειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προστρεχων προστρεχοντος προστρεχουσα προστρεχουσης προστρεχον προστρεχοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προστρέχομαι προστρέχει, προστρέχῃ προστρέχεται
Dual προστρέχεσθον προστρέχεσθον
Plural προστρεχόμεθα προστρέχεσθε προστρέχονται
SubjunctiveSingular προστρέχωμαι προστρέχῃ προστρέχηται
Dual προστρέχησθον προστρέχησθον
Plural προστρεχώμεθα προστρέχησθε προστρέχωνται
OptativeSingular προστρεχοίμην προστρέχοιο προστρέχοιτο
Dual προστρέχοισθον προστρεχοίσθην
Plural προστρεχοίμεθα προστρέχοισθε προστρέχοιντο
ImperativeSingular προστρέχου προστρεχέσθω
Dual προστρέχεσθον προστρεχέσθων
Plural προστρέχεσθε προστρεχέσθων, προστρεχέσθωσαν
Infinitive προστρέχεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προστρεχομενος προστρεχομενου προστρεχομενη προστρεχομενης προστρεχομενον προστρεχομενου

Future tense

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τοῦ δὲ πλήθουσ λέγειν κελεύοντοσ ἐπῆλθον οἱ ὁπλῖται καὶ θεασάμενοί με προσέτρεχον ὡσ κτενοῦντεσ. (Flavius Josephus, 168:1)
  • οἱ δὲ Ῥωμαῖοι συστρεφόμενοι κατὰ λόχουσ προσέτρεχον αὐτοῖσ οὐχ ὑφισταμένοισ καὶ πολλὰσ πληγὰσ λαμβάνοντεσ ὑπὸ τῶν πέριξ ὑπέμενον. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 21 5:2)
  • καὶ ἀριστῶντι τῷ Ξενοφῶντι προσέτρεχον δύο νεανίσκω· (Xenophon, Anabasis, , chapter 3 12:1)

Synonyms

  1. to run to or towards

  2. to run at

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION