헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πρόσκομμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πρόσκομμα πρόσκομματος

형태분석: προσκομματ (어간)

어원: prosko/ptw

  1. 방해, 범죄, 벽, 장애물, 결점, 잘못
  1. a stumble, stumbling, an occasion of stumbling, an offence, obstacle

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πρόσκομμα

방해가

προσκόμματε

방해들이

προσκόμματα

방해들이

속격 προσκόμματος

방해의

προσκομμάτοιν

방해들의

προσκομμάτων

방해들의

여격 προσκόμματι

방해에게

προσκομμάτοιν

방해들에게

προσκόμμασιν*

방해들에게

대격 πρόσκομμα

방해를

προσκόμματε

방해들을

προσκόμματα

방해들을

호격 πρόσκομμα

방해야

προσκόμματε

방해들아

προσκόμματα

방해들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ τοὺσ ἀγαπῶντασ αὐτόν. ὑπερασπισμὸσ δυναστείασ καὶ στήριγμα ἰσχύοσ, σκέπη ἀπὸ καύσωνοσ καὶ σκέπη ἀπὸ μεσημβρίασ, φυλακὴ ἀπὸ προσκόμματοσ καὶ βοήθεια ἀπὸ πτώσεωσ, (Septuagint, Liber Sirach 34:16)

    (70인역 성경, Liber Sirach 34:16)

  • ἀπιστοῦσιν δὲ λίθοσ ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντεσ οὗτοσ ἐγενήθη εἰσ κεφαλὴν γωνίασ καὶ λίθοσ προσκόμματοσ καὶ πέτρα σκανδάλου· (PETROU A, chapter 2 9:2)

    (PETROU A, chapter 2 9:2)

  • καθὼσ γέγραπται Ἰδοὺ τίθημι ἐν Σιὼν λίθον προσκόμματοσ καὶ πέτραν σκανδάλου, καὶ ὁ πιστεύων ἐπ’ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται. (PROS RWMAIOUS, chapter 1 286:1)

    (PROS RWMAIOUS, chapter 1 286:1)

  • πάντα μὲν καθαρά, ἀλλὰ κακὸν τῷ ἀνθρώπῳ τῷ διὰ προσκόμματοσ ἐσθίοντι. (PROS RWMAIOUS, chapter 11 102:2)

    (PROS RWMAIOUS, chapter 11 102:2)

  • ξύλον προσκόμματόσ ἐστι τοῖσ ἐνθουσιάζουσιν αὐτῷ, καὶ πᾶσ ἄφρων ἁλώσεται ἐν αὐτῷ. (Septuagint, Liber Sirach 31:7)

    (70인역 성경, Liber Sirach 31:7)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION