헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσηγορικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσηγορικός προσηγορική προσηγορικόν

형태분석: προσηγορικ (어간) + ος (어미)

어원: from proshgore/w

  1. of or for addressing, the, praenomen or cognomen

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 προσηγορικός

(이)가

προσηγορική

(이)가

προσηγορικόν

(것)가

속격 προσηγορικοῦ

(이)의

προσηγορικῆς

(이)의

προσηγορικοῦ

(것)의

여격 προσηγορικῷ

(이)에게

προσηγορικῇ

(이)에게

προσηγορικῷ

(것)에게

대격 προσηγορικόν

(이)를

προσηγορικήν

(이)를

προσηγορικόν

(것)를

호격 προσηγορικέ

(이)야

προσηγορική

(이)야

προσηγορικόν

(것)야

쌍수주/대/호 προσηγορικώ

(이)들이

προσηγορικᾱ́

(이)들이

προσηγορικώ

(것)들이

속/여 προσηγορικοῖν

(이)들의

προσηγορικαῖν

(이)들의

προσηγορικοῖν

(것)들의

복수주격 προσηγορικοί

(이)들이

προσηγορικαί

(이)들이

προσηγορικά

(것)들이

속격 προσηγορικῶν

(이)들의

προσηγορικῶν

(이)들의

προσηγορικῶν

(것)들의

여격 προσηγορικοῖς

(이)들에게

προσηγορικαῖς

(이)들에게

προσηγορικοῖς

(것)들에게

대격 προσηγορικούς

(이)들을

προσηγορικᾱ́ς

(이)들을

προσηγορικά

(것)들을

호격 προσηγορικοί

(이)들아

προσηγορικαί

(이)들아

προσηγορικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION