προσεδρεύω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
προσεδρεύω
προσεδρεύσω
형태분석:
προσεδρεύ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to sit near, be always at, side, to be in regular attendance
- to sit by and watch
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐστρατήγουν μὲν γὰρ τῶν παρ’ ἡμῖν Γαλιλαίων ὀνομαζομένων ἑώσ ἀντέχειν δυνατὸν ἦν, ἐγενόμην δὲ παρὰ Ῥωμαίοισ συλληφθεὶσ αἰχμάλωτοσ καί με διὰ φυλακῆσ Οὐεσπασιανὸσ καὶ Τίτοσ ἔχοντεσ ἀεὶ προσεδρεύειν αὐτοῖσ ἠνάγκασαν τὸ μὲν πρῶτον δεδεμένον, αὖθισ δὲ λυθεὶσ συνεπέμφθην ἀπὸ τῆσ Ἀλεξανδρείασ Τίτῳ πρὸσ τὴν Ιἑροσολύμων πολιορκίαν. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 57:1)
(플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 57:1)
- οὓσ δεῖ γε πρῶτον μὲν στρατευτικωτάτουσ εἶναι πονεῖν τε δυναμένουσ τοῖσ σώμασιν μάλιστα προσεδρεύειν τ’ ἀρίστουσ τῷ πόθῳ, ποιητικούσ, ἰταμούσ, προθύμουσ, εὐπόρουσ ἐν τοῖσ ἀπόροισ, βλέποντασ ἀθλιωτάτουσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 14 1:3)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 14 1:3)
- ἔστι δὲ καὶ τῶν ἐλευθερίων ἐπιστημῶν μέχρι μὲν τινὸσ ἐνίων μετέχειν οὐκ ἀνελεύθερον, τὸ δὲ προσεδρεύειν λίαν πρὸσ ἀκρίβειαν ἔνοχον ταῖσ εἰρημέναισ βλάβαισ. (Aristotle, Politics, Book 8 15:1)
(아리스토텔레스, 정치학, Book 8 15:1)
- εἶχεν δ’ ἑκάστη τῶν μοιρῶν δισμυρίουσ καὶ τετρακισχιλίουσ, ὧν ἐκέλευσε προσεδρεύειν κατὰ τριάκονθ’ ἡμέρασ ἀπὸ τῆσ πρώτησ ἑώσ τῆσ ὑστάτησ Σολόμωνι τῷ βασιλεῖ σὺν τοῖσ χιλιάρχοισ καὶ ἑκατοντάρχοισ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 7 452:2)
(플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 7 452:2)
유의어
-
to sit near
- παρεδρεύω (to sit constantly beside, attend constantly, be always near)
-
to sit by and watch
- προσκαθέζομαι (감시하다, 보다, 조심하다)
- ἀγρυπνέω (경계하다)
- δέρκομαι (감시하다, 보다)
- καθέζομαι (앉다, 취임하고 있다)
- προσίζω (옆에 앉다, 근처에 앉다)
- θαάσσω (앉다, 취임하고 있다)
- θακέω (앉다, 취임하고 있다, 앉아 있다)
- θοάζω (앉다, 취임하고 있다, 앉아 있다)
- ἕζομαι (앉다, 취임하고 있다)
- ἐπικάθημαι (to sit at)
- ἐνθακέω (to sit in or on)
- ἐνίζω (to sit in or on)
- ἐφίζω (to sit at or by)
- ἐφεδρήσσω (옆에 앉다, 근처에 앉다)
- ἑδριάω (앉다, 취임하고 있다)
- ἀνακαθίζω (일어나 앉다)
- συγκαθίζω (to sit with)