Ancient Greek-English Dictionary Language

πρόπολος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πρόπολος πρόπολον

Structure: προπολ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pole/w

Sense

  1. employing oneself before
  2. a servant that goes before, an attendant, minister, a rower
  3. one who serves a god, a minister, a temple-servant, bedel
  4. ministering to, devoted to

Examples

  • Βοιωτὸσ ἀνὴρ τᾷδε φών[ησεν, γλυκειᾶν Ἡσίοδοσ πρόπολοσ Μουσᾶν, ὃν < ἂν > ἀθάνατοι τι[μῶσι, τούτῳ καὶ βροτῶν φήμαν ἕπ[εσθαι. (Bacchylides, , epinicians, ode 5 15:1)
  • ὡσ δὲ τοὺσ λύχνουσ ἀποσβέσασ ἡμῖν παρήγγειλεν καθεύδειν τοῦ θεοῦ ὁ πρόπολοσ, εἰπών, ἤν τισ αἴσθηται ψόφου σιγᾶν, ἅπαντεσ κοσμίωσ κατεκείμεθα. (Aristophanes, Plutus, Episode 1:12)
  • ἐκ τοῦ οἱ πρόπολοσ καὶ ὀπάων ἔπλετ’ ἄνασσα. (Anonymous, Homeric Hymns, 43:6)
  • Ἄρμενοσ ἦν ξείνοισιν ἀνὴρ ὅδε καὶ φίλοσ ἀστοῖσ, Πίνδαροσ, εὐφώνων Πιερίδων πρόπολοσ. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , 48)
  • Αἰθοπίᾳ με κόρᾳ Λατοῦσ ἀνέθηκεν Ἀρίστα ἁ Ἑρμοκλείδα τῶ Σαϋναϊάδα, σὰ πρόπολοσ, δέσποινα γυναικῶν· (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 2692)
  • φίλοσ φίλοισι τοῖσ ἐκεῖ καλῶσ θανοῦσιν κατὰ χθονὸσ ἐμπρέπων σεμνότιμοσ ἀνάκτωρ, πρόπολόσ τε τῶν μεγίστων χθονίων ἐκεῖ τυράννων· (Aeschylus, Libation Bearers, choral, antistrophe 21)

Synonyms

  1. ministering to

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION