헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προκατασκευάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προκατασκευάζω προκατασκευάσω

형태분석: προ (접두사) + κατα (접두사) + σκευάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to prepare beforehand

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προκατασκευάζω

προκατασκευάζεις

προκατασκευάζει

쌍수 προκατασκευάζετον

προκατασκευάζετον

복수 προκατασκευάζομεν

προκατασκευάζετε

προκατασκευάζουσιν*

접속법단수 προκατασκευάζω

προκατασκευάζῃς

προκατασκευάζῃ

쌍수 προκατασκευάζητον

προκατασκευάζητον

복수 προκατασκευάζωμεν

προκατασκευάζητε

προκατασκευάζωσιν*

기원법단수 προκατασκευάζοιμι

προκατασκευάζοις

προκατασκευάζοι

쌍수 προκατασκευάζοιτον

προκατασκευαζοίτην

복수 προκατασκευάζοιμεν

προκατασκευάζοιτε

προκατασκευάζοιεν

명령법단수 προκατασκεύαζε

προκατασκευαζέτω

쌍수 προκατασκευάζετον

προκατασκευαζέτων

복수 προκατασκευάζετε

προκατασκευαζόντων, προκατασκευαζέτωσαν

부정사 προκατασκευάζειν

분사 남성여성중성
προκατασκευαζων

προκατασκευαζοντος

προκατασκευαζουσα

προκατασκευαζουσης

προκατασκευαζον

προκατασκευαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προκατασκευάζομαι

προκατασκευάζει, προκατασκευάζῃ

προκατασκευάζεται

쌍수 προκατασκευάζεσθον

προκατασκευάζεσθον

복수 προκατασκευαζόμεθα

προκατασκευάζεσθε

προκατασκευάζονται

접속법단수 προκατασκευάζωμαι

προκατασκευάζῃ

προκατασκευάζηται

쌍수 προκατασκευάζησθον

προκατασκευάζησθον

복수 προκατασκευαζώμεθα

προκατασκευάζησθε

προκατασκευάζωνται

기원법단수 προκατασκευαζοίμην

προκατασκευάζοιο

προκατασκευάζοιτο

쌍수 προκατασκευάζοισθον

προκατασκευαζοίσθην

복수 προκατασκευαζοίμεθα

προκατασκευάζοισθε

προκατασκευάζοιντο

명령법단수 προκατασκευάζου

προκατασκευαζέσθω

쌍수 προκατασκευάζεσθον

προκατασκευαζέσθων

복수 προκατασκευάζεσθε

προκατασκευαζέσθων, προκατασκευαζέσθωσαν

부정사 προκατασκευάζεσθαι

분사 남성여성중성
προκατασκευαζομενος

προκατασκευαζομενου

προκατασκευαζομενη

προκατασκευαζομενης

προκατασκευαζομενον

προκατασκευαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προκατασκευάσω

προκατασκευάσεις

προκατασκευάσει

쌍수 προκατασκευάσετον

προκατασκευάσετον

복수 προκατασκευάσομεν

προκατασκευάσετε

προκατασκευάσουσιν*

기원법단수 προκατασκευάσοιμι

προκατασκευάσοις

προκατασκευάσοι

쌍수 προκατασκευάσοιτον

προκατασκευασοίτην

복수 προκατασκευάσοιμεν

προκατασκευάσοιτε

προκατασκευάσοιεν

부정사 προκατασκευάσειν

분사 남성여성중성
προκατασκευασων

προκατασκευασοντος

προκατασκευασουσα

προκατασκευασουσης

προκατασκευασον

προκατασκευασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προκατασκευάσομαι

προκατασκευάσει, προκατασκευάσῃ

προκατασκευάσεται

쌍수 προκατασκευάσεσθον

προκατασκευάσεσθον

복수 προκατασκευασόμεθα

προκατασκευάσεσθε

προκατασκευάσονται

기원법단수 προκατασκευασοίμην

προκατασκευάσοιο

προκατασκευάσοιτο

쌍수 προκατασκευάσοισθον

προκατασκευασοίσθην

복수 προκατασκευασοίμεθα

προκατασκευάσοισθε

προκατασκευάσοιντο

부정사 προκατασκευάσεσθαι

분사 남성여성중성
προκατασκευασομενος

προκατασκευασομενου

προκατασκευασομενη

προκατασκευασομενης

προκατασκευασομενον

προκατασκευασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to prepare beforehand

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION