Ancient Greek-English Dictionary Language

πομπικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πομπικός πομπική πομπικόν

Structure: πομπικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from pomph/

Sense

  1. of or for a solemn procession, of state, pompous, showy

Examples

  • διέστηκε δὲ ἀγυιὰν ἀπὸ τῆσ ἐσόδου τῆσ πομπικῆσ, τοὺσ γὰρ δὴ ὑπὸ Ἀθηναίων καλουμένουσ στενωποὺσ ἀγυιὰσ ὀνομάζουσιν οἱ Ἠλεῖοι ‐ ἔστι δὲ ἐν τῇ Ἄλτει τοῦ Λεωνιδαίου περᾶν μέλλοντι ἐσ ἀριστερὰν Ἀφροδίτησ βωμὸσ καὶ Ὡρῶν μετ’ αὐτόν. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 15 4:1)
  • ἐσελθόντων δὲ αὖθισ διὰ τῆσ πομπικῆσ ἐσ τὴν Ἄλτιν, εἰσὶν ὄπισθεν τοῦ Ἡραίου Κλαδέου τε τοῦ ποταμοῦ καὶ Ἀρτέμιδοσ βωμοί, ὁ δὲ μετ’ αὐτοὺσ Ἀπόλλωνοσ, τέταρτοσ δὲ Ἀρτέμιδοσ ἐπίκλησιν Κοκκώκασ, καὶ Ἀπόλλωνοσ πέμπτοσ Θερμίου. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 15 10:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION