Ancient Greek-English Dictionary Language

πολιοῦχος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πολιοῦχος πολιοῦχον

Structure: πολιουχ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)/xw

Sense

  1. protecting a city

Examples

  • ἴτε μὰν ἀστυάνακτασ μάκαρασ θεοὺσ γανάοντεσ πολιούχουσ τε καὶ οἳ χεῦμ’ Ἐρασίνου περιναίουσιν παλαιόν. (Aeschylus, Suppliant Women, choral, strophe 11)
  • ἢ ὅτι Διὸσ καὶ Ἥρασ ἱερὸσ ὁ στέφανόσ ἐστιν, οὓσ πολιούχουσ νομίζουσιν; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 92 1:2)
  • ’" πότερον ὅτι πανταχοῦ καὶ ῥᾳδίωσ ἔστιν εὐπορῆσαι δρυὸσ ἐπὶ στρατείασ, ἢ ὅτι Διὸσ καὶ Ἥρασ ἱερὸσ ὁ στέφανόσ ἐστιν, οὓσ πολιούχουσ νομίζουσιν; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 922)

Synonyms

  1. protecting a city

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION