헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ποιήτρια

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ποιήτρια

형태분석: ποιητρι (어간) + ᾱ (어미)

어원: fem. of poihth/s

  1. 여류 시인
  1. a poetess

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ποιήτρια

여류 시인이

ποιητρίᾱ

여류 시인들이

ποιήτριαι

여류 시인들이

속격 ποιητρίᾱς

여류 시인의

ποιητρίαιν

여류 시인들의

ποιητριῶν

여류 시인들의

여격 ποιητρίᾱͅ

여류 시인에게

ποιητρίαιν

여류 시인들에게

ποιητρίαις

여류 시인들에게

대격 ποιητρίᾱν

여류 시인을

ποιητρίᾱ

여류 시인들을

ποιητρίᾱς

여류 시인들을

호격 ποιητρίᾱ

여류 시인아

ποιητρίᾱ

여류 시인들아

ποιήτριαι

여류 시인들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἡ ἐξ Ἐρέσου δὲ τῆσ ποιητρίασ ὁμώνυμοσ ἑταίρα Σαπφὼ τοῦ καλοῦ Φάωνοσ ἐρασθεῖσα περιβόητοσ ἦν, ὥσ φησι Νυμφόδωροσ ἐν Περίπλῳ Ἀσίασ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 701)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 701)

  • λέγει δὲ καὶ ὡσ τῆσ Μεγαλοστράτησ οὐ μετρίωσ ἐρασθείσ, ποιητρίασ μὲν οὔσησ, δυναμένησ; (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 753)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 753)

  • οὐδενὸσ δ’ ἧττον ἔνδοξόν ἐστι τῶν κοινῇ διαπεπραγμένων γυναιξὶν ἔργων ὁ πρὸσ Κλεομένη περὶ Ἄργουσ ἀγών, ὃν ἠγωνίσαντο, Τελεσίλλησ τῆσ ποιητρίασ προτρεψαμένησ. (Plutarch, Mulierum virtutes, 1)

    (플루타르코스, Mulierum virtutes, 1)

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION