헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πλανάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πλανάω

형태분석: πλανά (어간) + ω (인칭어미)

어원: pla/nh

  1. 헤매게 하다, 길을 잃게 하다
  2. (수동태로) 방황하다, 헤매다, 길을 잃다
  1. to make to wander, lead wandering about
  2. (passive) to wander, stray

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πλανῶ

(나는) 헤매게 한다

πλανᾷς

(너는) 헤매게 한다

πλανᾷ

(그는) 헤매게 한다

쌍수 πλανᾶτον

(너희 둘은) 헤매게 한다

πλανᾶτον

(그 둘은) 헤매게 한다

복수 πλανῶμεν

(우리는) 헤매게 한다

πλανᾶτε

(너희는) 헤매게 한다

πλανῶσιν*

(그들은) 헤매게 한다

접속법단수 πλανῶ

(나는) 헤매게 하자

πλανῇς

(너는) 헤매게 하자

πλανῇ

(그는) 헤매게 하자

쌍수 πλανῆτον

(너희 둘은) 헤매게 하자

πλανῆτον

(그 둘은) 헤매게 하자

복수 πλανῶμεν

(우리는) 헤매게 하자

πλανῆτε

(너희는) 헤매게 하자

πλανῶσιν*

(그들은) 헤매게 하자

기원법단수 πλανῷμι

(나는) 헤매게 하기를 (바라다)

πλανῷς

(너는) 헤매게 하기를 (바라다)

πλανῷ

(그는) 헤매게 하기를 (바라다)

쌍수 πλανῷτον

(너희 둘은) 헤매게 하기를 (바라다)

πλανῴτην

(그 둘은) 헤매게 하기를 (바라다)

복수 πλανῷμεν

(우리는) 헤매게 하기를 (바라다)

πλανῷτε

(너희는) 헤매게 하기를 (바라다)

πλανῷεν

(그들은) 헤매게 하기를 (바라다)

명령법단수 πλάνᾱ

(너는) 헤매게 해라

πλανᾱ́τω

(그는) 헤매게 해라

쌍수 πλανᾶτον

(너희 둘은) 헤매게 해라

πλανᾱ́των

(그 둘은) 헤매게 해라

복수 πλανᾶτε

(너희는) 헤매게 해라

πλανώντων, πλανᾱ́τωσαν

(그들은) 헤매게 해라

부정사 πλανᾶν

헤매게 하는 것

분사 남성여성중성
πλανων

πλανωντος

πλανωσα

πλανωσης

πλανων

πλανωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πλανῶμαι

(나는) 헤매게 된다

πλανᾷ

(너는) 헤매게 된다

πλανᾶται

(그는) 헤매게 된다

쌍수 πλανᾶσθον

(너희 둘은) 헤매게 된다

πλανᾶσθον

(그 둘은) 헤매게 된다

복수 πλανώμεθα

(우리는) 헤매게 된다

πλανᾶσθε

(너희는) 헤매게 된다

πλανῶνται

(그들은) 헤매게 된다

접속법단수 πλανῶμαι

(나는) 헤매게 되자

πλανῇ

(너는) 헤매게 되자

πλανῆται

(그는) 헤매게 되자

쌍수 πλανῆσθον

(너희 둘은) 헤매게 되자

πλανῆσθον

(그 둘은) 헤매게 되자

복수 πλανώμεθα

(우리는) 헤매게 되자

πλανῆσθε

(너희는) 헤매게 되자

πλανῶνται

(그들은) 헤매게 되자

기원법단수 πλανῴμην

(나는) 헤매게 되기를 (바라다)

πλανῷο

(너는) 헤매게 되기를 (바라다)

πλανῷτο

(그는) 헤매게 되기를 (바라다)

쌍수 πλανῷσθον

(너희 둘은) 헤매게 되기를 (바라다)

πλανῴσθην

(그 둘은) 헤매게 되기를 (바라다)

복수 πλανῴμεθα

(우리는) 헤매게 되기를 (바라다)

πλανῷσθε

(너희는) 헤매게 되기를 (바라다)

πλανῷντο

(그들은) 헤매게 되기를 (바라다)

명령법단수 πλανῶ

(너는) 헤매게 되어라

πλανᾱ́σθω

(그는) 헤매게 되어라

쌍수 πλανᾶσθον

(너희 둘은) 헤매게 되어라

πλανᾱ́σθων

(그 둘은) 헤매게 되어라

복수 πλανᾶσθε

(너희는) 헤매게 되어라

πλανᾱ́σθων, πλανᾱ́σθωσαν

(그들은) 헤매게 되어라

부정사 πλανᾶσθαι

헤매게 되는 것

분사 남성여성중성
πλανωμενος

πλανωμενου

πλανωμενη

πλανωμενης

πλανωμενον

πλανωμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπλάνων

(나는) 헤매게 하고 있었다

ἐπλάνᾱς

(너는) 헤매게 하고 있었다

ἐπλάνᾱν*

(그는) 헤매게 하고 있었다

쌍수 ἐπλανᾶτον

(너희 둘은) 헤매게 하고 있었다

ἐπλανᾱ́την

(그 둘은) 헤매게 하고 있었다

복수 ἐπλανῶμεν

(우리는) 헤매게 하고 있었다

ἐπλανᾶτε

(너희는) 헤매게 하고 있었다

ἐπλάνων

(그들은) 헤매게 하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπλανώμην

(나는) 헤매게 되고 있었다

ἐπλανῶ

(너는) 헤매게 되고 있었다

ἐπλανᾶτο

(그는) 헤매게 되고 있었다

쌍수 ἐπλανᾶσθον

(너희 둘은) 헤매게 되고 있었다

ἐπλανᾱ́σθην

(그 둘은) 헤매게 되고 있었다

복수 ἐπλανώμεθα

(우리는) 헤매게 되고 있었다

ἐπλανᾶσθε

(너희는) 헤매게 되고 있었다

ἐπλανῶντο

(그들은) 헤매게 되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κἂν ἐκβάλῃ σκεῦόσ τι κατὰ τὴν οἰκίαν πλανωμένη, ἁνὴρ ἐρωτᾷ, ’τῷ κατέαγεν ἡ χύτρα; (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Lyric-Scene20)

    (아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Lyric-Scene20)

  • "φοιτῶσα γὰρ καὶ πλανωμένη πάντασ τοὺσ ὀρείουσ ἐπεξῄει δρυμούσ, ὡσ μῦθον εἶναι τοὺσ λεγομένουσ Ιοὖσ δρόμουσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 113)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 113)

  • ταὐτά τοι πλανωμένη πρὸσ ἄλλοτ’ ἄλλον πημονὴ προσιζάνει. (Aeschylus, Prometheus Bound, episode 4:8)

    (아이스킬로스, 결박된 프로메테우스, episode 4:8)

  • ἡ μὲν ἐξ ὅτου νέασ τροφῆσ ἔληξε καὶ κατίσχυσεν δέμασ, ἀεὶ μεθ’ ἡμῶν δύσμοροσ πλανωμένη γερονταγωγεῖ, πολλὰ μὲν κατ’ ἀγρίαν ὕλην ἄσιτοσ νηλίπουσ τ’ ἀλωμένη, πολλοῖσι δ’ ὄμβροισ ἡλίου τε καύμασιν μοχθοῦσα τλήμων δεύτερ’ ἡγεῖται τὰ τῆσ οἴκοι διαίτησ, εἰ πατὴρ τροφὴν ἔχοι. (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode 2:4)

    (소포클레스, Oedipus at Colonus, episode 2:4)

  • πλανωμένη δὲ κατὰ τὴν Συρίαν ἅπασαν ἐκεῖ γὰρ ἐμηνύετο <ὅτι ἡ> τοῦ Βυβλίων βασιλέωσ <γυνὴ> ἐτιθήνει τὸν υἱόν καὶ τὸν Ἔπαφον εὑροῦσα, εἰσ Αἴγυπτον ἐλθοῦσα ἐγαμήθη Τηλεγόνῳ τῷ βασιλεύοντι τότε Αἰγυπτίων. (Apollodorus, Library and Epitome, book 2, chapter 1 3:16)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 2, chapter 1 3:16)

유의어

  1. 헤매게 하다

  2. 방황하다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION