- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πίνος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: pinos 고전 발음: [삐노] 신약 발음: [삐노]

기본형: πίνος

  1. 오물, 때, 흙
  1. dirt, filth

예문

  • ὅ τε πίνος ὁ τῆς ἀρχαιότητος ἠρέμα αὐτῇ καὶ λεληθότως ἐπιτρέχει ἱλαρόν τέ τι καὶ τεθηλὸς καὶ μεστὸν ὡρ´ας ἄνθος ἀναδίδωσι, καὶ ὥσ2περ ἀπὸ τῶν εὐωδεστάτων λειμώνων αὖρά τις ἡδεῖα ἐξ αὐτῆς φέρεται, καὶ οὔτε τὸ λιγυρὸν ἐοίκεν ἐμφαίνειν λάλον οὔτε τὸ κομψὸν θεατρικόν. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 2 4:1)

    (디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 2 4:1)

  • ὅ τε πίνος αὐτῇ ὁ τῆς ἀρχαιότητος ἠρέμα καὶ λεληθότως ἐπιτρέχει χλοερόν τέ τι καὶ τεθηλὸς καὶ μεστὸν ὡρ´ας ἄνθος ἀναδίδωσι. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 5 1:3)

    (디오니시오스, De Demosthene, chapter 5 1:3)

  • ὃς ξένης ἐπὶ χθονὸς σὺν σφῷν ἐφηύρηκ ἐνθάδ ἐκβεβλημένον ἐσθῆτι σὺν τοιᾷδε, τῆς ὁ δυσφιλὴς γέρων γέροντι συγκατῴκηκεν πίνος πλευρὰν μαραίνων, κρατὶ δ ὀμματοστερεῖ κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται: (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode6)

    (소포클레스, Oedipus at Colonus, episode6)

유의어

  1. 오물

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION