Ancient Greek-English Dictionary Language

περίσκεπτος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: περίσκεπτος περίσκεπτον

Structure: περισκεπτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from periske/ptomai

Sense

  1. to be seen on all sides, far-seen, conspicuous
  2. admired

Examples

  • ἐπιθεὶσ γὰρ περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ, πάλιν ἐποίσει καλή τε μεγάλη τε βραχύτερον κώλου κομμάτιον, εἶτα περίδρομοσ ὄνομα καθ’ ἑαυτὸ νοῦν τινα ἔχον. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2625)
  • εἰσ τὸ αὐτό ἡ Παφίη Κυθέρεια, δι’ οἴδματοσ ἐσ Κνίδον ἦλθε, βουλομένη κατιδεῖν εἰκόνα τὴν ἰδίην πάντῃ δ’ ἀθρήσασα περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ, φθέγξατο· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 1601)
  • Τηλέμαχοσ δ’, ὅθι οἱ θάλαμοσ περικαλλέοσ αὐλῆσ ὑψηλὸσ δέδμητο περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ, ἔνθ’ ἔβη εἰσ εὐνὴν πολλὰ φρεσὶ μερμηρίζων. (Homer, Odyssey, Book 1 42:4)
  • εὑρ͂ον δ’ ἐν βήσσῃσι τετυγμένα δώματα Κίρκησ ξεστοῖσιν λάεσσι, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ· (Homer, Odyssey, Book 10 21:3)
  • εὑρ́ομεν ἐν βήσσῃσι τετυγμένα δώματα καλὰ ξεστοῖσιν λάεσσι, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ. (Homer, Odyssey, Book 10 25:2)

Synonyms

  1. to be seen on all sides

  2. admired

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION