헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρατρέπω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρατρέπω παρατρέψω

형태분석: παρα (접두사) + τρέπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 돌다, 비틀다, 늘어뜨리다, 굴리다, ~방향으로 가다
  2. 바꾸다, 돌다, 비틀다, 변하다, 달라지다, 틀다
  1. to turn aside, to turn, from, turning aside
  2. to turn, from, opinion, change, mind
  3. to pervert or falsify
  4. to alter or revoke

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρατρέπω

(나는) 돈다

παρατρέπεις

(너는) 돈다

παρατρέπει

(그는) 돈다

쌍수 παρατρέπετον

(너희 둘은) 돈다

παρατρέπετον

(그 둘은) 돈다

복수 παρατρέπομεν

(우리는) 돈다

παρατρέπετε

(너희는) 돈다

παρατρέπουσιν*

(그들은) 돈다

접속법단수 παρατρέπω

(나는) 돌자

παρατρέπῃς

(너는) 돌자

παρατρέπῃ

(그는) 돌자

쌍수 παρατρέπητον

(너희 둘은) 돌자

παρατρέπητον

(그 둘은) 돌자

복수 παρατρέπωμεν

(우리는) 돌자

παρατρέπητε

(너희는) 돌자

παρατρέπωσιν*

(그들은) 돌자

기원법단수 παρατρέποιμι

(나는) 돌기를 (바라다)

παρατρέποις

(너는) 돌기를 (바라다)

παρατρέποι

(그는) 돌기를 (바라다)

쌍수 παρατρέποιτον

(너희 둘은) 돌기를 (바라다)

παρατρεποίτην

(그 둘은) 돌기를 (바라다)

복수 παρατρέποιμεν

(우리는) 돌기를 (바라다)

παρατρέποιτε

(너희는) 돌기를 (바라다)

παρατρέποιεν

(그들은) 돌기를 (바라다)

명령법단수 παρατρέπε

(너는) 돌아라

παρατρεπέτω

(그는) 돌아라

쌍수 παρατρέπετον

(너희 둘은) 돌아라

παρατρεπέτων

(그 둘은) 돌아라

복수 παρατρέπετε

(너희는) 돌아라

παρατρεπόντων, παρατρεπέτωσαν

(그들은) 돌아라

부정사 παρατρέπειν

도는 것

분사 남성여성중성
παρατρεπων

παρατρεποντος

παρατρεπουσα

παρατρεπουσης

παρατρεπον

παρατρεποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρατρέπομαι

(나는) 돌려진다

παρατρέπει, παρατρέπῃ

(너는) 돌려진다

παρατρέπεται

(그는) 돌려진다

쌍수 παρατρέπεσθον

(너희 둘은) 돌려진다

παρατρέπεσθον

(그 둘은) 돌려진다

복수 παρατρεπόμεθα

(우리는) 돌려진다

παρατρέπεσθε

(너희는) 돌려진다

παρατρέπονται

(그들은) 돌려진다

접속법단수 παρατρέπωμαι

(나는) 돌려지자

παρατρέπῃ

(너는) 돌려지자

παρατρέπηται

(그는) 돌려지자

쌍수 παρατρέπησθον

(너희 둘은) 돌려지자

παρατρέπησθον

(그 둘은) 돌려지자

복수 παρατρεπώμεθα

(우리는) 돌려지자

παρατρέπησθε

(너희는) 돌려지자

παρατρέπωνται

(그들은) 돌려지자

기원법단수 παρατρεποίμην

(나는) 돌려지기를 (바라다)

παρατρέποιο

(너는) 돌려지기를 (바라다)

παρατρέποιτο

(그는) 돌려지기를 (바라다)

쌍수 παρατρέποισθον

(너희 둘은) 돌려지기를 (바라다)

παρατρεποίσθην

(그 둘은) 돌려지기를 (바라다)

복수 παρατρεποίμεθα

(우리는) 돌려지기를 (바라다)

παρατρέποισθε

(너희는) 돌려지기를 (바라다)

παρατρέποιντο

(그들은) 돌려지기를 (바라다)

명령법단수 παρατρέπου

(너는) 돌려져라

παρατρεπέσθω

(그는) 돌려져라

쌍수 παρατρέπεσθον

(너희 둘은) 돌려져라

παρατρεπέσθων

(그 둘은) 돌려져라

복수 παρατρέπεσθε

(너희는) 돌려져라

παρατρεπέσθων, παρατρεπέσθωσαν

(그들은) 돌려져라

부정사 παρατρέπεσθαι

돌려지는 것

분사 남성여성중성
παρατρεπομενος

παρατρεπομενου

παρατρεπομενη

παρατρεπομενης

παρατρεπομενον

παρατρεπομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρατρέψω

(나는) 돌겠다

παρατρέψεις

(너는) 돌겠다

παρατρέψει

(그는) 돌겠다

쌍수 παρατρέψετον

(너희 둘은) 돌겠다

παρατρέψετον

(그 둘은) 돌겠다

복수 παρατρέψομεν

(우리는) 돌겠다

παρατρέψετε

(너희는) 돌겠다

παρατρέψουσιν*

(그들은) 돌겠다

기원법단수 παρατρέψοιμι

(나는) 돌겠기를 (바라다)

παρατρέψοις

(너는) 돌겠기를 (바라다)

παρατρέψοι

(그는) 돌겠기를 (바라다)

쌍수 παρατρέψοιτον

(너희 둘은) 돌겠기를 (바라다)

παρατρεψοίτην

(그 둘은) 돌겠기를 (바라다)

복수 παρατρέψοιμεν

(우리는) 돌겠기를 (바라다)

παρατρέψοιτε

(너희는) 돌겠기를 (바라다)

παρατρέψοιεν

(그들은) 돌겠기를 (바라다)

부정사 παρατρέψειν

돌 것

분사 남성여성중성
παρατρεψων

παρατρεψοντος

παρατρεψουσα

παρατρεψουσης

παρατρεψον

παρατρεψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρατρέψομαι

(나는) 돌려지겠다

παρατρέψει, παρατρέψῃ

(너는) 돌려지겠다

παρατρέψεται

(그는) 돌려지겠다

쌍수 παρατρέψεσθον

(너희 둘은) 돌려지겠다

παρατρέψεσθον

(그 둘은) 돌려지겠다

복수 παρατρεψόμεθα

(우리는) 돌려지겠다

παρατρέψεσθε

(너희는) 돌려지겠다

παρατρέψονται

(그들은) 돌려지겠다

기원법단수 παρατρεψοίμην

(나는) 돌려지겠기를 (바라다)

παρατρέψοιο

(너는) 돌려지겠기를 (바라다)

παρατρέψοιτο

(그는) 돌려지겠기를 (바라다)

쌍수 παρατρέψοισθον

(너희 둘은) 돌려지겠기를 (바라다)

παρατρεψοίσθην

(그 둘은) 돌려지겠기를 (바라다)

복수 παρατρεψοίμεθα

(우리는) 돌려지겠기를 (바라다)

παρατρέψοισθε

(너희는) 돌려지겠기를 (바라다)

παρατρέψοιντο

(그들은) 돌려지겠기를 (바라다)

부정사 παρατρέψεσθαι

돌려질 것

분사 남성여성중성
παρατρεψομενος

παρατρεψομενου

παρατρεψομενη

παρατρεψομενης

παρατρεψομενον

παρατρεψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρέτρεπον

(나는) 돌고 있었다

παρέτρεπες

(너는) 돌고 있었다

παρέτρεπεν*

(그는) 돌고 있었다

쌍수 παρετρέπετον

(너희 둘은) 돌고 있었다

παρετρεπέτην

(그 둘은) 돌고 있었다

복수 παρετρέπομεν

(우리는) 돌고 있었다

παρετρέπετε

(너희는) 돌고 있었다

παρέτρεπον

(그들은) 돌고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρετρεπόμην

(나는) 돌려지고 있었다

παρετρέπου

(너는) 돌려지고 있었다

παρετρέπετο

(그는) 돌려지고 있었다

쌍수 παρετρέπεσθον

(너희 둘은) 돌려지고 있었다

παρετρεπέσθην

(그 둘은) 돌려지고 있었다

복수 παρετρεπόμεθα

(우리는) 돌려지고 있었다

παρετρέπεσθε

(너희는) 돌려지고 있었다

παρετρέποντο

(그들은) 돌려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 돌다

  2. 바꾸다

  3. to pervert or falsify

  4. to alter or revoke

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION