- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παράκοιτις?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: parakoitis 고전 발음: [빠라꼬] 신약 발음: [빠라뀌띠]

기본형: παράκοιτις παράκοιτιος

형태분석: παρακοιτι (어간) + ς (어미)

어원: fem. of παρακοίτης

  1. 아내, 부인, 배우자
  1. a wife, spouse

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 παράκοιτις

아내가

παρακοίτιε

아내들이

παρακοίτιες

아내들이

속격 παρακοίτιος

아내의

παρακοιτίοιν

아내들의

παρακοιτίων

아내들의

여격 παρακοίτι

아내에게

παρακοιτίοιν

아내들에게

παρακοίτισι(ν)

아내들에게

대격 παράκοιτιν

아내를

παρακοίτιε

아내들을

παρακοίτιας

아내들을

호격 παράκοιτι

아내야

παρακοίτιε

아내들아

παρακοίτιες

아내들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἥρη μὲν παράκοιτις ἀγαλλομένη Διὸς εὐνῇ ἵστατο θαμβήσασα καὶ ἤθελε ληίζεσθαι: (Colluthus, Rape of Helen, book 129)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 129)

  • δεῦρο, τέκος Πριάμοιο, Διὸς παράκοιτιν ἐάσας καὶ θαλάμων βασίλειαν ἀτιμήσας Ἀφροδίτην ἠνορέης ἐπίκουρον ἐπαινήσειας Ἀθήνην. (Colluthus, Rape of Helen, book 170)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 170)

  • ἀντὶ μὲν ἠνορέης ἐρατὴν παράκοιτιν ὀπάσσω, ἀντὶ δὲ κοιρανίης Ἑλένης ἐπιβήσεο λέκτρων: (Colluthus, Rape of Helen, book 190)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 190)

  • ὤπυιες γὰρ ἐκεῖνον, ὁ δ αὖθις σὴν παράκοιτιν, ἀντίδοσιν ταύτην ὕβρεως ἄκρην ^ ἀποτίνων. (Lucian, Alexander, (no name) 50:3)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 50:3)

  • ἣ δ ἄρα Φῖκ ὀλοὴν τέκε Καδμείοισιν ὄλεθρον Ὅρθῳ ὑποδμηθεῖσα Νεμειαῖόν τε λέοντα, τόν ῥ Ἥρη θρέψασα Διὸς κυδρὴ παράκοιτις γουνοῖσιν κατένασσε Νεμείης, πῆμ ἀνθρώποις. (Hesiod, Theogony, Book Th. 32:11)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 32:11)

  • σὺν καί οἱ παράκοιτις ἐπωλένιον φορέουσα Πηλεϊ´δην Ἀχιλῆα, φίλῳ δειδίσκετο πατρί. (Apollodorus, Argonautica, book 1 10:23)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 1 10:23)

  • καλά με μένει παράκοιτις: (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 2084)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 2084)

  • πότνα, καὶ ἀρητήρ, χἠ παράκοιτις ἴδοι. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 286 2:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 286 2:1)

유의어

  1. 아내

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION