Ancient Greek-English Dictionary Language

παθητικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: παθητικός παθητική παθητικόν

Structure: παθητικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: paqei=n

Sense

  1. Subject to feeling or passion: sensitive
  2. Full of feeling: passionate, sensuous
  3. pathetic
  4. passive, receptive
  5. (grammar) passive

Examples

  • ὅταν δὲ τῶν ῥημάτων ἀλλάττῃ τὰ εἴδη τῶν παθητικῶν καὶ ποιητικῶν, οὕτω σχηματίζει τὸν λόγον· (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 71)
  • καὶ γὰρ ἐφόδοισ χρῆται καὶ προκατασκευαῖσ καὶ μερισμοῖσ τεχνικωτέροισ καὶ τίθησιν ἐν οἷσ δίδωσι χρῆσιν ἕκαστον καὶ μέχρι πολλοῦ προάγει τὰσ τῶν ἐπιχειρημάτων ἐξεργασίασ σχημάτων τε μεταβολαῖσ ἐναγωνίων καὶ παθητικῶν ποικίλλει τοὺσ λόγουσ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 3 1:6)
  • οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν μελλόντων λέγεσθαι μᾶλλον ἔσται καταφανὴσ καὶ μάλιστα ἐκ τῶν ἀποδεικτικῶν καὶ παθητικῶν λόγων, ἐν οἷσ ὁ μὲν Λυσίασ ἁπλούστερόσ τίσ ἐστι καὶ κατὰ τὴν σύνθεσιν τῶν ὀνομάτων καὶ κατὰ τὴν κοινότητα τῶν σχημάτων, οὑτοσὶ δὲ ποικιλώτεροσ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 122)
  • ἢ ἄρχοντα καλὸν ἐντάφιον ὡσ ἀληθῶσ τὴν ἀπὸ τοῦ βίου δόξαν τῷ θανάτῳ προστίθησι τοῦτο γάρ ἔσχατον δύεται κατὰ γᾶσ ὥσ φησι Σιμωνίδησ, πλὴν ὧν προαποθνήσκει τὸ φιλάνθρωπον καὶ φιλόκαλον καὶ προαπαυδᾷ τῆσ τῶν ἀναγκαίων ἐπιθυμίασ ὁ τῶν καλῶν ζῆλοσ, ὡσ τὰ πρακτικὰ μέρη καὶ θεῖα τῆσ ψυχῆσ ἐξιτηλότερα τῶν παθητικῶν καὶ σωματικῶν ἐχούσησ· (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 1 11:1)
  • οὔτ’ ἀπήλλακται παντάπασι τῶν παθητικῶν ὁρμῶν, ἐν αἷσ τὸ μᾶλλον καὶ τὸ ἧττον ἐστι. (Plutarch, De virtute morali, section 6 3:2)

Synonyms

  1. passive

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION