Ancient Greek-English Dictionary Language

παθητικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: παθητικός παθητική παθητικόν

Structure: παθητικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: paqei=n

Sense

  1. Subject to feeling or passion: sensitive
  2. Full of feeling: passionate, sensuous
  3. pathetic
  4. passive, receptive
  5. (grammar) passive

Examples

  • εἰ δὲ δεῖ καὶ τὰ δυστυχηθέντα μὴ παντάπασι ποιεῖσθαι δαίμονοσ, ἀλλ’ ἠθικὰσ καὶ παθητικὰσ ζητεῖν ἐν αὐτοῖσ διαφοράσ, θυμοῦ μὲν ἀλογίστου καὶ τάχοσ ἐχούσησ ἄβουλον ὀργῆσ μήτε τισ ἐκεῖνον ἐν τοῖσ πρὸσ τὸν ἀδελφὸν ἀπολυέτω μήτε τοῦτον ἐν τοῖσ πρὸσ τὸν υ ἱόν ἡ δὲ κινήσασα τὸν θυμὸν ἀρχὴ μᾶλλον παραιτεῖται τὸν ὑπὸ μείζονοσ αἰτίασ ὥσπερ ὑπὸ πληγῆσ χαλεπωτέρασ ἀνατραπέντα. (Plutarch, Comparison of Theseus and Romulus, chapter 3 1:1)
  • οἱ δὲ τὰσ ἀρετὰσ ἀποφαίνουσι παθητικάσ· (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 26 3:3)

Synonyms

  1. passive

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION