Ancient Greek-English Dictionary Language

παθητικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: παθητικός παθητική παθητικόν

Structure: παθητικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: paqei=n

Sense

  1. Subject to feeling or passion: sensitive
  2. Full of feeling: passionate, sensuous
  3. pathetic
  4. passive, receptive
  5. (grammar) passive

Examples

  • καὶ αὐτῶν γε τούτων ἀναστρέφων τὰσ χρήσεισ, ἵνα τὸ μὲν ὀνοματικὸν προσηγορικὸν γένηται, τὸ δὲ προσηγορικὸν ὀνοματικῶσ λέγηται, καὶ τὰ μὲν παθητικὰ ῥήματα δραστήρια, τὰ δὲ δραστήρια παθητικά· (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 2 2:2)
  • καὶ τὰ μὲν παθητικὰ ῥήματα δραστήρια, τὰ δὲ δραστήρια παθητικά· (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 24 1:5)
  • εἰσὶ δέ γε μὴν οὐκ ὀλίγοι τινὲσ ἄνδρεσ οὐδ’ ἄδοξοι, φιλόσοφοί τε καὶ ἰατροί, τῷ μὲν θερμῷ καὶ τῷ ψυχρῷ τὸ δρᾶν ἀναφέροντεσ, ὑποβάλλοντεσ δ’ αὐτοῖσ παθητικὰ τὸ ξηρόν τε καὶ τὸ ὑγρόν. (Galen, On the Natural Faculties., , section 32)

Synonyms

  1. passive

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION