- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὄρτυξ?

3군 변화 명사; 남성 동물 로마알파벳 전사: ortyx 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὄρτυξ ὄρτυγος

형태분석: ὀρτυγ (어간) + ς (어미)

  1. 메추라기
  1. quail

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὄρτυξ

메추라기가

ὄρτυγε

메추라기들이

ὄρτυγες

메추라기들이

속격 ὄρτυγος

메추라기의

ὀρτύγοιν

메추라기들의

ὀρτύγων

메추라기들의

여격 ὄρτυγι

메추라기에게

ὀρτύγοιν

메추라기들에게

ὄρτυξι(ν)

메추라기들에게

대격 ὄρτυγα

메추라기를

ὄρτυγε

메추라기들을

ὄρτυγας

메추라기들을

호격 ὄρτυξ

메추라기야

ὄρτυγε

메추라기들아

ὄρτυγες

메추라기들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπὶ τοσοῦτον δ ἐπτόηνται περὶ τὴν ὀχείαν οἱ πέρδικες καὶ οἱ ὄρτυγες ὡς εἰς τοὺς θηρεύοντας ἐμπίπτειν καθίζοντας ἐπὶ τῶν κεφαλῶν φασὶ δὲ καὶ τοὺς ἀγομένους θήλεις πέρδικας ἐπὶ θήραν, ὁπόταν ἴδωσιν ἢ ὄσφρωνται τῶν ἀρρένων κατ ἄνεμον στάντων ἢ περιπετομένων, ἐγκύους γίγνεσθαι, τινὲς δὲ καὶ παραυτίκα τίκτειν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 41 6:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 41 6:1)

  • "χοἰ πέρδικες, ἔτι δὲ οἱ ἀλεκτρυόνες καὶ οἱ ὄρτυγες προϊένται τὴν γονὴν οὐ μόνον ἰδόντες τὰς θηλείας, ἀλλὰ κἂν ἀκούσωσιν αὐτῶν τὴν φωνήν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 41 7:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 41 7:1)

  • ὄρτυγες. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 471)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 471)

  • "οἱ ὄρτυγες περὶ τὸν τῆς ὀχείας καιρόν, ἐὰν κάτοπτρον ἐξ ἐναντίας τις αὐτῶν καὶ πρὸ τούτου βρόχον θῇ, τρέχοντες πρὸς τὸν ἐμφαινόμενον ἐν τῷ κατόπτρῳ ἐμπίπτουσιν εἰς τὸν βρόχον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 47 2:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 47 2:2)

  • "ὄρτυγες οἰκογενεῖς. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 47 4:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 47 4:1)

유의어

  1. 메추라기

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION