- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὄρτυξ?

3군 변화 명사; 남성 동물 로마알파벳 전사: ortyx 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὄρτυξ ὄρτυγος

형태분석: ὀρτυγ (어간) + ς (어미)

  1. 메추라기
  1. quail

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὄρτυξ

메추라기가

ὄρτυγε

메추라기들이

ὄρτυγες

메추라기들이

속격 ὄρτυγος

메추라기의

ὀρτύγοιν

메추라기들의

ὀρτύγων

메추라기들의

여격 ὄρτυγι

메추라기에게

ὀρτύγοιν

메추라기들에게

ὄρτυξι(ν)

메추라기들에게

대격 ὄρτυγα

메추라기를

ὄρτυγε

메추라기들을

ὄρτυγας

메추라기들을

호격 ὄρτυξ

메추라기야

ὄρτυγε

메추라기들아

ὄρτυγες

메추라기들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καίτοι τί ἂν πάθοις, εἰ θεάσαιο καὶ ὀρτύγων καὶ ἀλεκτρυόνων ἀγῶνας παρ ἡμῖν καὶ σπουδὴν ἐπὶ τούτοις οὐ μικράν· (Lucian, Anacharsis, (no name) 37:1)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 37:1)

  • Μειδίας δ ἐκεῖ ὄρτυξ ἐκαλεῖτο: (Aristophanes, Birds, Lyric-Scene, antistrophe 115)

    (아리스토파네스, Birds, Lyric-Scene, antistrophe 115)

  • μέλι, πέρδικες, φάτται, νῆτται, χῆνες, ψᾶρες, κίττα, κολοιός, κόψιχος, ὄρτυξ, ὄρνις θήλεια. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 71 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 71 1:2)

  • λέγεται δὲ πολλῆς οἰκειότητος αὐτοῖς καὶ συνηθείας ὑπαρχούσης πολλάκις σχολαζόντων εἰς παιδιὰν σφαίρας ἢ κύβων ἢ νὴ Δία θρεμμάτων ἁμίλλης, οἱο῀ν ὀρτύγων, ἀλεκτρυόνων, ἀεὶ νικώμενον Ἀντώνιον ἀπαλλάττεσθαι: (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 7 2:2)

    (플루타르코스, De fortuna Romanorum, section 7 2:2)

  • , οἱο῀ν ὀρτύγων, ἀλεκτρυόνων, ἀεὶ νικώμενον Ἀντώνιον ἀπαλλάττεσθαι: (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 7 6:1)

    (플루타르코스, De fortuna Romanorum, section 7 6:1)

  • καθόλου ἐπὶ τῶν εἰς ξ ληγόντων ὀνομάτων ἐζήτηται τί δή ποτε τῷ αὐτῷ οὐ χρῶνται ἐπὶ γενικῆς συμφώνῳ τῆς τελευταίας συλλαβῆς τυπωτικῷ λέγω δὲ ὄνυξ καὶ ὄρτυξ, τὰ δὲ εἰς ξ ἀρσενικὰ ἁπλᾶ δισσύλλαβα ὅταν τῷ ῡ παρεδρεύηται, ἔχῃ δὲ τῆς τελευταίας συλλαβῆς ἄρχον ἕν τι τῶν ἀμεταβόλων ἢ δι ὧν ἡ πρώτη συζυγία τῶν βαρυτόνων λέγεται, διὰ τοῦ κ ἐπὶ γενικῆς κλίνεται, κήρυκος, πέλυκος, Ἔρυκος, Βέβρυκος, ὅσα δὲ μὴ τοῦτον ἔχει: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 472)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 472)

  • "ὁ ὄρτυξ ἐστὶ μὲν τῶν ἐκτοπιζόντων καὶ σχιδανοπόδων, νεοττιὰν δὲ οὐ ποιεῖ, ἀλλὰ κονίστραν καὶ ταύτην σκεπάζει φρυγάνοις διὰ τοὺς ἱέρακας, ἐν ᾗ ἐπῳάζει Ἀλέξανδρος: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 47 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 47 1:4)

  • " ὁ Μύνδιος ἐν δευτέρῳ περὶ ζῴων ὁ θῆλυς, φησίν, ὄρτυξ λεπτοτράχηλὸς ἐστι τοῦ ἄρρενος οὐκ ἔχων τὰ ὑπὸ τῷ γενείῳ μέλανα, ἀνατμηθεὶς δὲ πρόλοβον οὐχ ὁρᾶται μέγαν ἔχων, καρδίαν δ ἔχει μεγάλην, καὶ ταύτην τρίλοβον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 47 1:5)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 47 1:5)

유의어

  1. 메추라기

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION