- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀμφαλός?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: omphalos 고전 발음: [옴팔로] 신약 발음: [옴팔로]

기본형: ὀμφαλός ὀμφαλοῦ

형태분석: ὀμφαλ (어간) + ος (어미)

  1. 배꼽
  1. The navel.
  2. Anything central (like a navel):
  3. The centre or middle point.
  4. The centre of a plant, containing the seed vessel.

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὀμφαλός

배꼽이

ὀμφαλώ

배꼽들이

ὀμφαλοί

배꼽들이

속격 ὀμφαλοῦ

배꼽의

ὀμφαλοῖν

배꼽들의

ὀμφαλῶν

배꼽들의

여격 ὀμφαλῷ

배꼽에게

ὀμφαλοῖν

배꼽들에게

ὀμφαλοῖς

배꼽들에게

대격 ὀμφαλόν

배꼽을

ὀμφαλώ

배꼽들을

ὀμφαλούς

배꼽들을

호격 ὀμφαλέ

배꼽아

ὀμφαλώ

배꼽들아

ὀμφαλοί

배꼽들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁρῶ δ ἐπ ὀμφαλῷ μὲν ἄνδρα θεομυσῆ ἕδραν ἔχοντα προστρόπαιον, αἵματι στάζοντα χεῖρας καὶ νεοσπαδὲς ξίφος ἔχοντ ἐλαίας θ ὑψιγέννητον κλάδον, λήνει μεγίστῳ σωφρόνως ἐστεμμένον, ἀργῆτι μαλλῷ: (Aeschylus, Eumenides, episode 4:2)

    (아이스킬로스, 에우메니데스, episode 4:2)

  • τοσόνδε μὲν γὰρ ἴσως καὶ ποιητὴς ἂν εἴποι καὶ ψυχαγωγήσειεν, ὡς ὁ μὲν λιμὴν ἐν ὀμφαλῷ τῆς πόλεως, τὸ δὲ πέλαγος ἐν ὀφθαλμῷ, τοῖς ἐπὶ θάτερα ἐσχάτοις οὐχ ἧττον σύνοπτον ἢ τοῖς προσοικοῦσι: (Aristides, Aelius, Orationes, 6:10)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 6:10)

  • ἔτι δὲ χωρῶν κάλλη παντοῖα καὶ ὡρῶν συμμετρίαν καὶ διαίτας παντοίας καὶ θέσιν τὴν πᾶσαν, ὡς ἐν ὀμφαλῷ μὲν τῆς πάσης ἡγεμονίας ἵδρυται, πολλοῖς καὶ ἡμέροις τοῖς περὶ αὐτὴν ἔθνεσι καὶ γένεσιν ἐκ γῆς καὶ θαλάττης ἐστεφανωμένη: (Aristides, Aelius, Orationes, 3:1)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 3:1)

  • εἶτα συνιὼν κατ ὀλίγον ὑποκοιλαινούσης εὐπρεπῶς τῆς ὑποχωρήσεως ἀνευρύνεται πάλιν ἠρέμα κατὰ χεῖλος, ὁμοίως ὀμφαλῷ ῥοιᾶς τετμημένος. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 3 219:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 3 219:2)

관련어

명사

형용사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION