- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀμφαλός?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: omphalos 고전 발음: [옴팔로] 신약 발음: [옴팔로]

기본형: ὀμφαλός ὀμφαλοῦ

형태분석: ὀμφαλ (어간) + ος (어미)

  1. 배꼽
  1. The navel.
  2. Anything central (like a navel):
  3. The centre or middle point.
  4. The centre of a plant, containing the seed vessel.

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὀμφαλός

배꼽이

ὀμφαλώ

배꼽들이

ὀμφαλοί

배꼽들이

속격 ὀμφαλοῦ

배꼽의

ὀμφαλοῖν

배꼽들의

ὀμφαλῶν

배꼽들의

여격 ὀμφαλῷ

배꼽에게

ὀμφαλοῖν

배꼽들에게

ὀμφαλοῖς

배꼽들에게

대격 ὀμφαλόν

배꼽을

ὀμφαλώ

배꼽들을

ὀμφαλούς

배꼽들을

호격 ὀμφαλέ

배꼽아

ὀμφαλώ

배꼽들아

ὀμφαλοί

배꼽들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ προσέθετο ἔτι Γαὰλ τοῦ λαλῆσαι καὶ εἶπεν. ἰδοὺ λαὸς καταβαίνων κατὰ θάλασσαν ἀπὸ τοῦ ἐχόμενα ὀμφαλοῦ τῆς γῆς, καὶ ἀρχὴ ἑτέρα ἔρχεται δἰ ὁδοῦ Ἡλωνμαωνενίμ. (Septuagint, Liber Iudicum 9:37)

    (70인역 성경, 판관기 9:37)

  • ἰδοὺ δὴ ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ ἐπ᾿ ὀσφύϊ, ἡ δὲ δύναμις αὐτοῦ ἐπ᾿ ὀμφαλοῦ γαστρός. (Septuagint, Liber Iob 40:16)

    (70인역 성경, 욥기 40:16)

  • ὀμφαλός σου κρατὴρ τορευτὸς μὴ ὑστερούμενος κράμα. κοιλία σου θημωνία σίτου πεφραγμένη ἐν κρίνοις. (Septuagint, Canticum Canticorum 7:3)

    (70인역 성경, 아가 7:3)

  • προνομεῦσαι προνομὴν καὶ σκῦλα σκυλεῦσαι αὐτῶν, τοῦ ἐπιστρέψαι χεῖράς μου εἰς τὴν ἠρημωμένην, ἣ κατῳκίσθη, καὶ ἐπ ἔθνος συνηγμένον ἀπὸ ἐθνῶν πολλῶν, πεποιηκότας κτήσεις, κατοικοῦντας ἐπὶ τὸν ὀμφαλὸν τῆς γῆς. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 38:12)

    (70인역 성경, 에제키엘서 38:12)

  • τὸ αὐτὸ δὴ καὶ σὺ πάσχων οὐχ ὁρᾷς, ὁπόταν τὸ μὲν βιβλίον ἐν τῇ χειρὶ ἔχῃς πάγκαλον, πορφυρᾶν μὲν ἔχον τὴν διφθέραν, χρυσοῦν δὲ τὸν ὀμφαλόν, ἀναγιγνώσκῃς δὲ αὐτὸ βαρβαρίζων καὶ καταισχύνων καὶ διαστρέφων, ὑπὸ μὲν τῶν πεπαιδευμένων καταγελώμενος, ὑπὸ δὲ τῶν συνόντων σοι κολάκων ἐπαινούμενος, οἳ καὶ αὐτοὶ πρὸς ἀλλήλους ἐπιστρεφόμενοι γελῶσι τὰ πολλά· (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 7:6)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 7:6)

  • ἕκαστον γοῦν αὐτῶν ἢν ἐξειλήσῃς, δρᾶμα οὐ μικρὸν εὑρήσεις Εὐριπίδου τινὸς ἢ Σοφοκλέους, τὰ δ ἔξω πορφύρα εὐανθὴς καὶ χρυσοῦς ὁ ὀμφαλός. (Lucian, De mercede, (no name) 41:6)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 41:6)

  • ἵνα δὲ ἡ διχοτομία γίγνεται τοῦ μήκους, ὀμφαλὸς ὀνομάζεται καὶ στόμα καὶ ἀραρός. (Arrian, chapter 8 9:1)

    (아리아노스, chapter 8 9:1)

  • "ὁ γὰρ ὀμφαλὸς· (Plutarch, De amore prolis, section 3 9:2)

    (플루타르코스, De amore prolis, section 3 9:2)

  • ὀμφαλὸς θοίνας καλεῖται παρὰ γ ἐμὶν καὶ τίν, σαφ οἶδα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 28 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 28 3:1)

관련어

명사

형용사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION