- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

οἰκουρός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: oikouros 고전 발음: [꾸:로] 신약 발음: [위꾸로]

기본형: οἰκουρός οἰκουρόν

형태분석: οἰκουρ (어간) + ος (어미)

어원: οὖρος

  1. watching the house
  2. the mistress of the house, housekeeper, a stay-at-home

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 οἰκουρός

(이)가

οἴκουρον

(것)가

속격 οἰκουροῦ

(이)의

οἰκούρου

(것)의

여격 οἰκουρῷ

(이)에게

οἰκούρῳ

(것)에게

대격 οἰκουρόν

(이)를

οἴκουρον

(것)를

호격 οἰκουρέ

(이)야

οἴκουρον

(것)야

쌍수주/대/호 οἰκουρώ

(이)들이

οἰκούρω

(것)들이

속/여 οἰκουροῖν

(이)들의

οἰκούροιν

(것)들의

복수주격 οἰκουροί

(이)들이

οἴκουρα

(것)들이

속격 οἰκουρῶν

(이)들의

οἰκούρων

(것)들의

여격 οἰκουροῖς

(이)들에게

οἰκούροις

(것)들에게

대격 οἰκουρούς

(이)들을

οἴκουρα

(것)들을

호격 οἰκουροί

(이)들아

οἴκουρα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κτενεῖ νιν ἡ τοῦδ ἄλοχος, οἰκουρὸς πικρά. (Euripides, Hecuba, episode, lyric 8:27)

    (에우리피데스, Hecuba, episode, lyric 8:27)

  • ἀλλ οὐ δύναμαι γωγ οὐδὲ κοιμᾶσθ ἐν πόλει, ἐξ οὗ τὸν ὄφιν εἶδον τὸν οἰκουρόν ποτε. (Aristophanes, Lysistrata, Episode 1:11)

    (아리스토파네스, Lysistrata, Episode 1:11)

  • τοιοῦτος οὗτος, ἐν μὲν ταῖς παρατάξεσιν οἰκουρός, ἐν δὲ τοῖς οἴκοι μένουσι πρεσβευτής, ἐν δὲ τοῖς πρεσβευταῖς δραπέτης ἐστίν. (Dinarchus, Speeches, 98:2)

    (디나르코스, 연설, 98:2)

  • ἐγὼ δέ - λείπει γάρ με τοῖσδ ἐν δώμασιν τροφὸν τέκνων οἰκουρόν, ἡνίκα χθονὸς μέλαιναν ὄρφνην εἰσέβαινε, παῖς ἐμός - σὺν μητρί, τέκνα μὴ θάνως Ἡρακλέους, βωμὸν καθίζω τόνδε σωτῆρος Διός, ὃν καλλινίκου δορὸς ἄγαλμ ἱδρύσατο Μινύας κρατήσας οὑμὸς εὐγενὴς τόκος. (Euripides, Heracles, episode 2:5)

    (에우리피데스, Heracles, episode 2:5)

  • ὁ δ ἕτερος οἱό῀ς ἐστιν οἰκουρὸς μόνον. (Aristophanes, Wasps, Episode 2:17)

    (아리스토파네스, Wasps, Episode 2:17)

  • ἔχοντος ὁ δ οἰκουρὸς· (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 17 15:1)

    (플루타르코스, De primo frigido, chapter, section 17 15:1)

  • γύναι, σὺ τοὺς ἥκοντας ἐκ μάχης μένων οἰκουρὸς εὐνὴν ἀνδρὸς αἰσχύνων ἅμα ἀνδρὶ στρατηγῷ τόνδ ἐβούλευσας μόρον· (Aeschylus, Agamemnon, episode 2:6)

    (아이스킬로스, 아가멤논, episode 2:6)

유의어

  1. watching the house

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION