Ancient Greek-English Dictionary Language

οἰκετικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: οἰκετικός οἰκετική οἰκετικόν

Structure: οἰκετικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: oi)ke/ths

Sense

  1. of or for the menials or household

Examples

  • Πομπηϊού δὲ καμπτομένου καὶ διδόντοσ οἱ περὶ Λέντλον οὐκ εἰών ὑπατεύοντεσ, ἀλλὰ καὶ τῆσ βουλῆσ Ἀντώνιον καὶ Κουρίωνα προπηλακίσαντεσ ἐξήλασαν ἀτίμωσ, τὴν εὐπρεπεστάτην Καίσαρι τῶν προφάσεων αὐτοὶ μηχανησάμενοι, καὶ δι’ ἧσ μάλιστα τοὺσ στρατιώτασ παρώξυνεν, ἐπιδεικνύμενοσ ἄνδρασ ἐλλογίμουσ καὶ ἄρχοντασ ἐπὶ μισθίων ζευγῶν πεφευγότασ ἐν ἐσθῆσιν οἰκετικαῖσ. (Plutarch, Caesar, chapter 31 2:1)
  • πρὸσ γὰρ τοῖσ ἄλλοισ ὡσ ἑτέρου φροντίζοντοσ ὀλιγωροῦσι μᾶλλον, ὥσπερ ἐν ταῖσ οἰκετικαῖσ διακονίαισ οἱ πολλοὶ θεράποντεσ ἐνίοτε χεῖρον ὑπηρετοῦσι τῶν ἐλαττόνων. (Aristotle, Politics, Book 2 27:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION