Ancient Greek-English Dictionary Language

νήγρετος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: νήγρετος νήγρετον

Structure: νηγρετ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: nh-, e)gei/rw

Sense

  1. unwaking, that knows no waking, deep sleep, without waking

Examples

  • ὀνόματα καὶ ταύταισ, τῇ μὲν Νήγρετοσ, τῇ δὲ Παννυχία. (Lucian, Verae Historiae, book 2 33:3)
  • τί νυ νήγρετον ὕπνον ἰαύεισ; (Anonymous, Homeric Hymns, 18:2)
  • ὧδε γοῦν τινὲσ κατέστρεψαν τὸν βίον, νήγρετον ὕπνον ἐσ θάνατον εὕδοντεσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 389)
  • ὁ γριπεὺσ Διότιμοσ, ὁ κύμασιν ὁλκάδα πιστὴν κἠν χθονὶ τὴν αὐτὴν οἶκον ἔχων πενίησ, νήγρετον ὑπνώσασ Αἰ̈́δαν τὸν ἀμείλιχον ἷκτο αὐτερέτησ, ἰδίῃ νηὶ κομιζόμενοσ· (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 3051)
  • αὐτὸσ δ’ εἰκοσέτασ νήγρετον ὕπνον ἔχεισ. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 338 1:2)
  • εὖθ’ οἱ ἀνακλινθέντεσ ἀνερρίπτουν ἅλα πηδῷ, καὶ τῷ νήδυμοσ ὕπνοσ ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτε, νήγρετοσ, ἥδιστοσ, θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώσ. (Homer, Odyssey, Book 13 11:5)

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION