Ancient Greek-English Dictionary Language

μόλις

Adverb; Transliteration:

Principal Part: μόλις

Etym.: later form for mo/gis, Trag., Thuc., etc.

Sense

  1. with difficulty
  2. (with negative) not scarcely, quite, utterly

Examples

  • φωνήσαντεσ δὲ τὴν ὁρμὴν ἐπὶ τὰ ὅπλα ποιήσασθαι καὶ θαρραλέωσ ὑπὲρ τοῦ πατρῴου νόμου τελευτᾶν, ἱκανὴν ἐποίησαν ἐν τῷ τόπῳ τραχύτητα, μόλισ δὲ ὑπό τε τῶν γεραιῶν καὶ τῶν πρεσβυτέρων ἀποτραπέντεσ ἐπὶ τὴν αὐτὴν τῆσ δεήσεωσ ἔστησαν στάσιν. (Septuagint, Liber Maccabees III 1:23)
  • καὶ μόλισ διεγείρασ ὑπέδειξε τὸν τῆσ συμποσίασ καιρὸν ἤδη παρατρέχοντα, τὸν περὶ τούτων λόγον ποιούμενοσ. (Septuagint, Liber Maccabees III 5:15)
  • εἰ ὁ μὲν δίκαιοσ μόλισ σώζεται, ὁ ἀσεβὴσ καὶ ἁμαρτωλὸσ ποὺ φανεῖται̣ (Septuagint, Liber Proverbiorum 11:30)
  • καὶ μόλισ εἰκάζομεν τὰ ἐπὶ γῆσ καί τὰ ἐν χερσὶν εὑρίσκομεν μετὰ πόνου. τὰ δὲ ἐν οὐρανοῖσ τίσ ἐξιχνίασε̣ (Septuagint, Liber Sapientiae 9:16)
  • μωρὸσ ἐν γέλωτι ἀνυψοῖ φωνὴν αὐτοῦ, ἀνὴρ δὲ πανοῦργοσ μόλισ ἡσυχῇ μειδιάσει. (Septuagint, Liber Sirach 21:20)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION