Ancient Greek-English Dictionary Language

μηχανικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μηχανικός μηχανικά̄ μηχανικόν

Structure: μηχανικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. ingenious, resourceful
  2. of or pertaining to machines, mechanical

Examples

  • μηθὲν ἐθελῆσαι σύγγραμμα περὶ τούτων ἀπολιπεῖν, ἀλλὰ τὴν περὶ τὰ μηχανικὰ πραγματείαν καὶ πᾶσαν ὅλωσ τέχνην χρείασ ἐφαπτομένην ἀγεννῆ καὶ βάναυσον ἡγησάμενοσ, εἰσ ἐκεῖνα καταθέσθαι μόνα τὴν αὐτοῦ φιλοτιμίαν οἷσ τὸ καλὸν καὶ περιττὸν ἀμιγὲσ τοῦ ἀναγκαίου πρόσεστιν, ἀσύγκριτα μὲν ὄντα τοῖσ ἄλλοισ, ἔριν δὲ παρέχοντα πρὸσ τὴν ὕλην τῇ ἀποδείξει, τῆσ μὲν τὸ μέγεθοσ καὶ τὸ κάλλοσ, τῆσ δὲ τὴν ἀκρίβειαν καὶ τὴν δύναμιν ὑπερφυῆ παρεχομένησ· (Plutarch, Marcellus, chapter 17 4:1)
  • Οὗτοσ πρῶτοσ τὰ μηχανικὰ ταῖσ μαθηματικαῖσ προσχρησάμενοσ ἀρχαῖσ μεθώδευσε καὶ πρῶτοσ κίνησιν ὀργανικὴν διαγράμματι γεωμετρικῷ προσήγαγε, διὰ τῆσ τομῆσ τοῦ ἡμικυλίνδρου δύο μέσασ ἀνὰ λόγον λαβεῖν ζητῶν εἰσ τὸν τοῦ κύβου διπλασιασμόν. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, h, Kef. d'. ARXUTAS 5:1)

Synonyms

  1. ingenious

  2. of or pertaining to machines

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION