μεταμέλομαι
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
μεταμέλομαι
μεταμελήσομαι
μετεμελήθην
형태분석:
μετα
(접두사)
+
μέλ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
뜻
- 뉘우치다, 귀찮아하다
- 뉘우치다, 귀찮아하다, 꺼려하다
- 후회하다, 뉘우치다, 한탄하다, 미안해하다
- it repents, rues
- I repent of
- it repents, to repent
- since it repented
- to cause repentance or sorrow
- to feel repentance, to rue, regret, they repented that, to change one's purpose or line of conduct
- that which will cause regret, matter for future repentance
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἂν δ’ ὑπεσχημένοσ ἀργύριον οἰκείῳ τινὶ δανείσειν ἢ ἐπιδώσειν μεταμέληται μὲν αἰδῆται δέ, τῇ χείρονι ῥοπῇ προστιθεὶσ ἑαυτὸν ὁ κόλαξ ἐπέρρωσε τὴν εἰσ τὸ βαλλάντιον γνώμην καὶ τὸ δυσωπούμενον ἐξέκοψεν, ὡσ ἀναλίσκοντα πολλὰ καὶ πολλοῖσ ἀρκεῖν ὀφείλοντα φείδεσθαι κελεύων. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 20 10:1)
(플루타르코스, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 20 10:1)
- οἱ δὲ θεράποντεσ ἐπιστάμενοι τὸν τρόπον αὐτοῦ κατακρύπτουσι τὸν Κροῖσον ἐπὶ τῷδε τῷ λόγῳ ὥστε, εἰ μὲν μεταμελήσῃ τῷ Καμβύσῃ καὶ ἐπιζητέῃ τὸν Κροῖσον, οἳ δὲ ἐκφήναντεσ αὐτὸν δῶρα λάμψονται ζωάγρια Κροίσου, ἢν δὲ μὴ μεταμέληται μηδὲ ποθέῃ μιν, τότε καταχρᾶσθαι. (Herodotus, The Histories, book 3, chapter 36 6:1)
(헤로도토스, The Histories, book 3, chapter 36 6:1)