고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: μεσημβρινός μεσημβρινή μεσημβρινόν
Structure: μεσημβριν (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | μεσημβρινός | μεσημβρινή | μεσημβρινόν |
Genitive | μεσημβρινοῦ | μεσημβρινῆς | μεσημβρινοῦ | |
Dative | μεσημβρινῷ | μεσημβρινῇ | μεσημβρινῷ | |
Accusative | μεσημβρινόν | μεσημβρινήν | μεσημβρινόν | |
Vocative | μεσημβρινέ | μεσημβρινή | μεσημβρινόν | |
Dual | N/A/V | μεσημβρινώ | μεσημβρινᾱ́ | μεσημβρινώ |
G/D | μεσημβρινοῖν | μεσημβριναῖν | μεσημβρινοῖν | |
Plural | Nominative | μεσημβρινοί | μεσημβριναί | μεσημβρινά |
Genitive | μεσημβρινῶν | μεσημβρινῶν | μεσημβρινῶν | |
Dative | μεσημβρινοῖς | μεσημβριναῖς | μεσημβρινοῖς | |
Accusative | μεσημβρινούς | μεσημβρινᾱ́ς | μεσημβρινά | |
Vocative | μεσημβρινοί | μεσημβριναί | μεσημβρινά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | μεσημβρινός μεσημβρινοῦ | μεσημβρινότερος μεσημβρινοτεροῦ | μεσημβρινότατος μεσημβρινοτατοῦ |
Adverb | μεσημβρινώς | μεσημβρινότερον | μεσημβρινότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기