Ancient Greek-English Dictionary Language

μεσημβρινός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μεσημβρινός μεσημβρινή μεσημβρινόν

Structure: μεσημβριν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: for meshmerino/s

Sense

  1. belonging to noon, about noon, noontide, noon-day, noon
  2. southern

Declension

First/Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐροῦμεν δὲ πρὸσ αὐτόν, ὅτι τοῦ Ἐρατοσθένουσ ἐν πλάτει λαμβάνοντοσ [τὰσ] εὐθείασ, ὅπερ οἰκεῖόν ἐστι γεωγραφίασ, ἐν πλάτει δὲ καὶ τὰσ μεσημβρινὰσ καὶ τὰσ ἐπὶ ἰσημερινὴν ἀνατολήν, ἐκεῖνοσ γεωμετρικῶσ αὐτὸν εὐθύνει καὶ ὡσ ἂν δι’ ὀργάνων λάβοι τισ τούτων ἕκαστον, οὐδὲ αὐτὸσ δι’ ὀργάνων ἀλλὰ μᾶλλον στοχασμῷ λαμβάνων καὶ τὸ πρὸσ ὀρθὰσ καὶ τὸ παραλλήλουσ. (Strabo, Geography, book 2, chapter 1 76:7)
  • εἰ δ’ οἱ μεσημβρινοὶ οἱ παρ’ ἑκάστοισ [διὰ] τοῦ πόλου γραφόμενοι πάντεσ συννεύουσιν ἐν τῇ σφαίρᾳ πρὸσ ἓν σημεῖον, ἀλλ’ ἐν τῷ ἐπιπέδῳ γε οὐ διοίσει πίνακι τὰσ εὐθείασ μικρὰσ συννευούσασ ποιεῖν μόνον τὰσ μεσημβρινάσ· (Strabo, Geography, book 2, chapter 5 20:8)

Synonyms

  1. southern

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION