Ancient Greek-English Dictionary Language

μεσημβρινός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μεσημβρινός μεσημβρινή μεσημβρινόν

Structure: μεσημβριν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: for meshmerino/s

Sense

  1. belonging to noon, about noon, noontide, noon-day, noon
  2. southern

Declension

First/Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • Λεύκιπποσ παρεκπεσεῖν τὴν γῆν εἰσ τὰ μεσημβρινὰ μέρη διὰ τὴν ἐν τοῖσ μεσημβρινοῖσ ἀραιότητα, ἅτε δὴ πεπηγότων τῶν βορείων διὰ τὸ κατεψῦχθαι τοῖσ κρυμοῖσ, τῶν δ’ ἀντιθέτων πεπυρωμένων. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 3, 1:1)
  • τοῦτο ἐγκλιθῆναι τὰ γὰρ βόρεια ἄκρατα τὰ δὲ μεσημβρινὰ κέκραται ὅθεν κατὰ τοῦτο βεβάρηται, ὅπου περισσή ἐστι τοῖσ καρποῖσ καὶ τῇ αὔξῃ. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 3, 3:1)
  • αὐταὶ ποιμαίνοντα μεσημβρινὰ μῆλά σε Μοῦσαι ἔδρακον ἐν κραναοῖσ οὔρεσιν, Ἡσίοδε, καί σοι καλλιπέτηλον, ἐρυσσάμεναι περὶ πᾶσαι, ὤρεξαν δάφνασ ἱερὸν ἀκρεμόνα, δῶκαν δὲ κράνασ Ἑλικωνίδοσ ἔνθεον ὕδωρ, τὸ πτανοῦ πώλου πρόσθεν ἔκοψεν ὄνυξ· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 641)
  • καὶ πνεύματα μεσημβρινὰ πνευμάτων πάντων σύνισμεν ὄντα θερμότατα, καὶ αὐτὸν τὸν ἥλιον μεσημβρίζοντα τὰ εἴσω φλέγοντα· (Aristides, Aelius, Orationes, 5:9)
  • ἀλλ’ ἀπέχει μὲν τὸ ἴσον πάσησ ἀεὶ τῆσ γῆσ, οἷσ δ’ ἂν ὑπὲρ κορυφῆσ ἵστηται τὰ μεσημβρινὰ, τούτοισ πλείστην φέρει τὴν φλόγα. (Aristides, Aelius, Orationes, 17:10)

Synonyms

  1. southern

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION