헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μάχομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μάχομαι μαχέσομαι ἐμαχεσάμην μεμάχημαι

형태분석: μάχ (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: Dep.

  1. 싸우다, 다투다, 교전하다, 논쟁하다
  2. 논쟁하다, 언쟁하다, 다투다, 반론하다
  3. 다투다, 싸우다, 논쟁하다
  1. (with dative) I make war, fight, battle
  2. I quarrel, wrangle, dispute
  3. I contend, compete

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μάχομαι

(나는) 싸운다

μάχει, μάχῃ

(너는) 싸운다

μάχεται

(그는) 싸운다

쌍수 μάχεσθον

(너희 둘은) 싸운다

μάχεσθον

(그 둘은) 싸운다

복수 μαχόμεθα

(우리는) 싸운다

μάχεσθε

(너희는) 싸운다

μάχονται

(그들은) 싸운다

접속법단수 μάχωμαι

(나는) 싸우자

μάχῃ

(너는) 싸우자

μάχηται

(그는) 싸우자

쌍수 μάχησθον

(너희 둘은) 싸우자

μάχησθον

(그 둘은) 싸우자

복수 μαχώμεθα

(우리는) 싸우자

μάχησθε

(너희는) 싸우자

μάχωνται

(그들은) 싸우자

기원법단수 μαχοίμην

(나는) 싸우기를 (바라다)

μάχοιο

(너는) 싸우기를 (바라다)

μάχοιτο

(그는) 싸우기를 (바라다)

쌍수 μάχοισθον

(너희 둘은) 싸우기를 (바라다)

μαχοίσθην

(그 둘은) 싸우기를 (바라다)

복수 μαχοίμεθα

(우리는) 싸우기를 (바라다)

μάχοισθε

(너희는) 싸우기를 (바라다)

μάχοιντο

(그들은) 싸우기를 (바라다)

명령법단수 μάχου

(너는) 싸우어라

μαχέσθω

(그는) 싸우어라

쌍수 μάχεσθον

(너희 둘은) 싸우어라

μαχέσθων

(그 둘은) 싸우어라

복수 μάχεσθε

(너희는) 싸우어라

μαχέσθων, μαχέσθωσαν

(그들은) 싸우어라

부정사 μάχεσθαι

싸우는 것

분사 남성여성중성
μαχομενος

μαχομενου

μαχομενη

μαχομενης

μαχομενον

μαχομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μάχουμαι

(나는) 싸우겠다

μάχει, μάχῃ

(너는) 싸우겠다

μάχειται

(그는) 싸우겠다

쌍수 μάχεισθον

(너희 둘은) 싸우겠다

μάχεισθον

(그 둘은) 싸우겠다

복수 μαχοῦμεθα

(우리는) 싸우겠다

μάχεισθε

(너희는) 싸우겠다

μάχουνται

(그들은) 싸우겠다

기원법단수 μαχοίμην

(나는) 싸우겠기를 (바라다)

μάχοιο

(너는) 싸우겠기를 (바라다)

μάχοιτο

(그는) 싸우겠기를 (바라다)

쌍수 μάχοισθον

(너희 둘은) 싸우겠기를 (바라다)

μαχοίσθην

(그 둘은) 싸우겠기를 (바라다)

복수 μαχοίμεθα

(우리는) 싸우겠기를 (바라다)

μάχοισθε

(너희는) 싸우겠기를 (바라다)

μάχοιντο

(그들은) 싸우겠기를 (바라다)

부정사 μάχεισθαι

싸울 것

분사 남성여성중성
μαχουμενος

μαχουμενου

μαχουμενη

μαχουμενης

μαχουμενον

μαχουμενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμαχόμην

(나는) 싸우고 있었다

ἐμάχου

(너는) 싸우고 있었다

ἐμάχετο

(그는) 싸우고 있었다

쌍수 ἐμάχεσθον

(너희 둘은) 싸우고 있었다

ἐμαχέσθην

(그 둘은) 싸우고 있었다

복수 ἐμαχόμεθα

(우리는) 싸우고 있었다

ἐμάχεσθε

(너희는) 싸우고 있었다

ἐμάχοντο

(그들은) 싸우고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμαχεσάμην

(나는) 싸우었다

ἐμαχέσω

(너는) 싸우었다

ἐμαχέσατο

(그는) 싸우었다

쌍수 ἐμαχέσασθον

(너희 둘은) 싸우었다

ἐμαχεσάσθην

(그 둘은) 싸우었다

복수 ἐμαχεσάμεθα

(우리는) 싸우었다

ἐμαχέσασθε

(너희는) 싸우었다

ἐμαχέσαντο

(그들은) 싸우었다

접속법단수 μαχέσωμαι

(나는) 싸우었자

μαχέσῃ

(너는) 싸우었자

μαχέσηται

(그는) 싸우었자

쌍수 μαχέσησθον

(너희 둘은) 싸우었자

μαχέσησθον

(그 둘은) 싸우었자

복수 μαχεσώμεθα

(우리는) 싸우었자

μαχέσησθε

(너희는) 싸우었자

μαχέσωνται

(그들은) 싸우었자

기원법단수 μαχεσαίμην

(나는) 싸우었기를 (바라다)

μαχέσαιο

(너는) 싸우었기를 (바라다)

μαχέσαιτο

(그는) 싸우었기를 (바라다)

쌍수 μαχέσαισθον

(너희 둘은) 싸우었기를 (바라다)

μαχεσαίσθην

(그 둘은) 싸우었기를 (바라다)

복수 μαχεσαίμεθα

(우리는) 싸우었기를 (바라다)

μαχέσαισθε

(너희는) 싸우었기를 (바라다)

μαχέσαιντο

(그들은) 싸우었기를 (바라다)

명령법단수 μάχεσαι

(너는) 싸우었어라

μαχεσάσθω

(그는) 싸우었어라

쌍수 μαχέσασθον

(너희 둘은) 싸우었어라

μαχεσάσθων

(그 둘은) 싸우었어라

복수 μαχέσασθε

(너희는) 싸우었어라

μαχεσάσθων

(그들은) 싸우었어라

부정사 μαχέσεσθαι

싸우었는 것

분사 남성여성중성
μαχεσαμενος

μαχεσαμενου

μαχεσαμενη

μαχεσαμενης

μαχεσαμενον

μαχεσαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τρεψάμενοσ δ’ αὐτοὺσ ἐξέωσεν εἰσ τὴν γῆν, καὶ προσκείμενοσ ἔκοπτε τὰσ ναῦσ καὶ συνετίτρωσκε, τῶν ἀνδρῶν ἐκνεόντων καὶ Φαρνμβάζου πεζῇ προσβοηθοῦντοσ αὐτοῖσ καὶ μαχομένου παρὰ τὴν θάλατταν ὑπὲρ τῶν νεῶν. (Plutarch, , chapter 27 3:3)

    (플루타르코스, , chapter 27 3:3)

  • ὅτι μὲν οὖν γίγνεταί τισ ἐν τῇ ψυχῇ τοιαύτησ ἑτερότητοσ αἴσθησισ καὶ διαφορᾶσ περὶ τὰσ ἐπιθυμίασ, ὥσ τινοσ μαχομένου καὶ τἀναντία λέγοντοσ αὐταῖσ, οὐκ ἄδηλόν ἐστιν. (Plutarch, De virtute morali, section 7 7:1)

    (플루타르코스, De virtute morali, section 7 7:1)

  • ὅτι μὲν οὖν γίνεταί τισ ἐν τῇ ψυχῇ τοιαύτησ ἑτερότητοσ αἴσθησισ καὶ διαφορᾶσ περὶ τὰσ ἐπιθυμίασ, ὥσ τινοσ μαχομένου καὶ τἀναντία λέγοντοσ αὐταῖσ, οὐκ ἄδηλόν ἐστιν. (Plutarch, De virtute morali, section 7 2:1)

    (플루타르코스, De virtute morali, section 7 2:1)

  • αὐτόθεν μὲν οὖν τὴν ὄψιν εἴκαζεν εἶναι πρὸσ αὑτοῦ, μαχομένου περὶ γῆσ ἀρίστησ καὶ τότε πολὺν καὶ καλὸν ἐχούσησ ἐν κάλυκι στάχυν ἅπασα γὰο κατέσπαρτο καὶ παρεῖχεν εἰρήνῃ πρέπουσαν ὄψιν, ἀμφιλαφῶσ τῶν πεδίων κομώντων μᾶλλον δὲ ἐπερρώσθη πυθόμενοσ σύνθημα τοῖσ πολεμίοισ Ἀθηνᾶν καὶ Ἀλέξανδρον εἶναι, Δήμητραν δὴ καὶ αὐτὸσ ἐδίδου σύνθημα καὶ Ἀλέξανδρον, ἀναδεῖσθαί τε πάντασ ἐκέλευε καὶ καταστέφειν τὰ ὅπλα τῶν σταχύων λαμβάνοντασ. (Plutarch, chapter 6 6:1)

    (플루타르코스, chapter 6 6:1)

  • Φάβιοσ δὲ τῶν πρώτων ἐχόμενοσ λογισμῶν ἐκείνων ἤλπιζε μηδενὸσ μαχομένου μηδ’ ἐρεθίζοντοσ τὸν Ἀννίβαν αὐτὸν ἐπηρεάσειν ἑαυτῷ καὶ κατατριβήσεσθαι περὶ τὸν πόλεμον, ὥσπερ ἀθλητικοῦ σώματοσ τῆσ δυνάμεωσ ὑπερτόνου γενομένησ καὶ καταπόνου, ταχύτατα τὴν ἀκμὴν ἀποβαλόντα. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 19 3:1)

    (플루타르코스, Fabius Maximus, chapter 19 3:1)

유의어

  1. 싸우다

  2. 논쟁하다

  3. 다투다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION