Ancient Greek-English Dictionary Language

λυγρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λυγρός λυγρά̄ λυγρόν

Structure: λυγρ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. sore, baneful, mournful
  2. (of persons) baneful, mischievous

Examples

  • ὁ δ’ ἀγριωπὸν ὄμμα Γοργόνοσ στρέφων, ὡσ ἐντὸσ ἔστη παῖσ λυγροῦ τοξεύματοσ, μυδροκτύπον μίμημ’, ὑπὲρ κάρα βαλὼν ξύλον καθῆκε παιδὸσ ἐσ ξανθὸν κάρα, ἔρρηξε δ’ ὀστᾶ. (Euripides, Heracles, episode, lyric 3:9)
  • πῶσ δ’ οὐ φῶ παραμυθεῖσθαι τούσδε μάτην μύθουσ, ὥσ σου πένθουσ λυγροῦ παυσαίμαν; (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, lyric3)
  • καί σε μάλ’ ἐκπάγλωσ ὀλοφύρομαι ἠδ’ ἐλεαίρω, οὕνεκεν ἡμετέροιο λυγροῦ μετὰ δαίμονοσ ἔσχεσ, ὅσθ’ ἡμῖν ἐφύπερθε κάρησ βαρὺσ αἰωρεῖται. (Theocritus, Idylls, 43)

Synonyms

  1. sore

  2. baneful

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION