Ancient Greek-English Dictionary Language

λυγρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λυγρός λυγρά̄ λυγρόν

Structure: λυγρ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. sore, baneful, mournful
  2. (of persons) baneful, mischievous

Examples

  • λαούσ τε διχοστασίαισ ἤρειπον ἀμετροδίκοισ μάχαισ τε λυγραῖσ. (Bacchylides, , epinicians, ode 11 5:1)
  • τᾶμοσ ἐγὼ γὰρ γενόμαν, ἁνίκ’ ἔκραιν’ Ἀνάγκα, πάντα δὲ Γᾶσ εἶκε φραδαῖσι λυγραῖσ ἑρπετά, πάνθ’ ὅσ1’ ἑρ́πει δι’ αἴθρασ. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 15, chapter 242)
  • νῦν μὰν οἶκον ἔχοισ’ ἄνεροσ, ὃσ πόλλ’ ἐδάη σόφα ἀθρώποισι νόσοισ φάρμακα λύγραισ ἀπαλαλκέμεν, οἰκήσεισ κατὰ Μίλλατον ἐράνναν πεδ’ Ἰαόνων, ὡσ εὐαλάκατοσ Θεύγενισ ἐν δαμότισιν πέλῃ, καί οἱ μνᾶστιν ἀεί τῶ φιλαοίδω παρέχῃσ ξένω. (Theocritus, Idylls, 7)

Synonyms

  1. sore

  2. baneful

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION