Ancient Greek-English Dictionary Language

λογιστικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λογιστικός λογιστική λογιστικόν

Structure: λογιστικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from logisth/s

Sense

  1. skilled in calculating
  2. skilled in reasoning: reasonable, rational

Examples

  • λογιστικοῦ ἡ ἀφροσύνη, τοῦ δὲ θυμοειδοῦσ ἥ τε ὀργιλότησ καὶ ἡ δειλία, τοῦ δὲ ἐπιθυμητικοῦ ἥ τε ἀκολασία καὶ ἡ ἀκράτεια, ὅλησ δὲ τῆσ ψυχῆσ ἥ τε ἀδικία καὶ ἀνελευθεριότησ καὶ μικροψυχία. (Aristotle, Virtues and Vices 6:1)
  • ἔστι δὲ φρόνησισ μὲν ἀρετὴ τοῦ λογιστικοῦ, παρασκευαστικὴ τῶν πρὸσ εὐδαιμονίαν συντεινόντων. (Aristotle, Virtues and Vices 6:2)
  • ἀφροσύνη δ’ ἐστὶ κακία τοῦ λογιστικοῦ, αἰτία τοῦ ζῆν κακῶσ. (Aristotle, Virtues and Vices 11:1)
  • "εἰσ δὲ τὴν τοῦ λογιστικοῦ δύναμιν ἐξικομένη καὶ τελεώσασα τὴν φύσιν ὥσπερ ἐν ἄκρῳ τῷ πέμπτῳ καταπέπαυται. (Plutarch, De E apud Delphos, section 1312)
  • τῷ μέντοι παθητικῷ καὶ ἀλόγῳ μέχρι παντὸσ ὡσ διαφέροντι τοῦ λογιστικοῦ χρώμενοσ διετέλεσεν, οὐχ ὅτι παντελῶσ ἄλογόν ἐστιν ὥσπερ τὸ αἰσθητικὸν ἢ τὸ θρεπτικὸν καὶ φυτικὸν τῆσ ψυχῆσ μέροσ· (Plutarch, De virtute morali, section 3 16:1)

Synonyms

  1. skilled in calculating

  2. skilled in reasoning

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION