Ancient Greek-English Dictionary Language

λογιστικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λογιστικός λογιστική λογιστικόν

Structure: λογιστικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from logisth/s

Sense

  1. skilled in calculating
  2. skilled in reasoning: reasonable, rational

Examples

  • εἰ δ’ ἔστιν ἀληθῆ ἃ περὶ ψυχῆσ ὁ Πλάτων λέγει, τὰ τρία μέρη αὐτῆσ καλῶσ ὁ ὀρχηστὴσ δείκνυσιν, τὸ θυμικὸν ὅταν ὀργιζόμενον ἐπιδείκνυται, τὸ ἐπιθυμητικὸν ὅταν ἐρῶντασ ὑποκρίνηται, τὸ λογιστικὸν ὅταν ἕκαστα τῶν παθῶν χαλιναγωγῇ· (Lucian, De saltatione, (no name) 70:1)
  • "ὅταν δ’ αὖ πάλιν περὶ τὸ λογιστικὸν καὶ ὁ τοῦ ταὐτοῦ κύκλοσ εὔτροχοσ ὢν αὐτὰ μηνύσῃ, ἐπιστήμη ἐξ ἀνάγκησ ἀποτελεῖται. (Plutarch, Compendium libri de animae procreatione in Timaeo, section 4 4:3)
  • γὰρ ἡ τοῦ φρονεῖν ἕξισ ὁμοίωσ παραμένει τοῖσ μεθεῖσιν αὑτούσ, ἀλλ’ ὑπ’ ἀργίασ ἐξανιεμένη καὶ ἀναλυομένη κατὰ μικρὸν ἀεί τινα ποθεῖ φροντίδοσ μελέτην, τὸ λογιστικὸν καὶ πρακτικὸν ἐγειρούσησ καὶ διακαθαιρούσησ· (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 8 4:1)
  • "τὸ γὰρ ᾧ κρίνει καὶ μνημονεύει καὶ φιλεῖ καὶ μισεῖ, καὶ ὅλωσ τὸ φρόνιμον καὶ λογιστικὸν ἔκ τινοσ φησιν ἀκατονομάστου ποιότητοσ ἐπιγίνεσθαι. (Plutarch, Adversus Colotem, section 208)
  • "ὅταν δ’ αὖ περὶ τὸ λογιστικὸν ᾖ καὶ ὁ τοῦ ταὐτοῦ κύκλοσ εὔτροχοσ ὢν αὐτὰ μηνύσῃ, ἐπιστήμη ἐξ ἀνάγκησ ἀποτελεῖται τούτω δ’ ἐν ᾧ τῶν ὄντων ἐγγίγνεσθον, ἐὰν ποτέ τισ αὐτὸ ἄλλο πλὴν ψυχὴν προσείπῃ, πᾶν μᾶλλον ἢ τὸ ἀληθὲσ ἐρεῖ. (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 23 5:2)

Synonyms

  1. skilled in calculating

  2. skilled in reasoning

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION