Ancient Greek-English Dictionary Language

λογιστικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λογιστικός λογιστική λογιστικόν

Structure: λογιστικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from logisth/s

Sense

  1. skilled in calculating
  2. skilled in reasoning: reasonable, rational

Examples

  • οὐ μόνον τοίνυν ἀπὸ τῆσ μάχησ ἀλλ’ οὐδὲν ἧττον ἀπὸ τῆσ ἀκολουθίασ κατίδοι τισ ἂν τὴν παθητικὴν ἀρχὴν τῆσ λογιστικῆσ ἑτέραν οὖσαν. (Plutarch, De virtute morali, section 81)
  • ἐπεὶ λέγε μοι, ἔφη, τῆσ λογιστικῆσ τέχνησ ἢ τῆσ γεωμετρικῆσ τί ἐστιν τοιοῦτον ἔργον οἱο͂ν οἰκία οἰκοδομικῆσ ἢ ἱμάτιον ὑφαντικῆσ ἢ ἄλλα τοιαῦτ’ ἔργα, ἃ πολλὰ ἄν τισ ἔχοι πολλῶν τεχνῶν δεῖξαι; (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 257:4)
  • οὐκοῦν ἑτέρου ὄντοσ τοῦ περιττοῦ καὶ ἀρτίου αὐτῆσ τῆσ λογιστικῆσ; (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 262:1)
  • λέγε δή μοι, ὦ Ἱππία, οὐ σὺ μέντοι ἔμπειροσ εἶ λογισμῶν καὶ λογιστικῆσ; (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 21:4)
  • πρὸσ δὲ καὶ φιλόσοφοι περί τε ἀστρονομίαν καὶ ἀριθμητικήν, ἀπὸ τῆσ λογιστικῆσ ἀρξάμενοι καὶ τῆσ νυκτιπλοίασ· (Strabo, Geography, book 16, chapter 2 47:2)

Synonyms

  1. skilled in calculating

  2. skilled in reasoning

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION