Ancient Greek-English Dictionary Language

λογιστικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λογιστικός λογιστική λογιστικόν

Structure: λογιστικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from logisth/s

Sense

  1. skilled in calculating
  2. skilled in reasoning: reasonable, rational

Examples

  • ὅσα δὲ δι’ αὑτούσ, καὶ ὧν αὐτοὶ αἴτιοι, τὰ μὲν δι’ ἔθοσ τὰ δὲ δι’ ὄρεξιν, τὰ μὲν διὰ λογιστικὴν ὄρεξιν τὰ δὲ δι’ ἄλογον· (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 10 7:3)
  • "τὴν δὲ λογιστικὴν τίνα καλεῖσ τέχνην; (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 26:6)
  • μεθέξειν ἐπὶ λογιστικὴν ἰέναι καὶ ἀνθάπτεσθαι αὐτῆσ μὴ ἰδιωτικῶσ, ἀλλ’ ἑώσ ἂν ἐπὶ θέαν τῆσ τῶν ἀριθμῶν φύσεωσ ἀφίκωνται τῇ νοήσει αὐτῇ, οὐκ ὠνῆσ οὐδὲ πράσεωσ χάριν ὡσ ἐμπόρουσ ἢ καπήλουσ μελετῶντασ, ἀλλ’ ἕνεκα πολέμου τε καὶ αὐτῆσ τῆσ ψυχῆσ ῥᾳστώνησ μεταστροφῆσ ἀπὸ γενέσεωσ ἐπ’ ἀλήθειάν τε καὶ οὐσίαν. (Plato, Republic, book 7 227:1)
  • ἐντεῦθεν δὲ καὶ τὴν γεωμετρίαν συστῆναί φασιν, ὡσ τὴν λογιστικὴν καὶ ἀριθμητικὴν παρὰ Φοινίκων διὰ τὰσ ἐμπορίασ. (Strabo, Geography, book 17, chapter 1 6:22)

Synonyms

  1. skilled in calculating

  2. skilled in reasoning

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION