λαβύρινθος
2군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
λαβύρινθος
λαβυρίνθου
형태분석:
λαβυρινθ
(어간)
+
ος
(어미)
어원: Origin uncertain.
뜻
- 미로, 미궁
- 코일, 강판, 나선
- labyrinth, a building composed of numerous winding halls
- something obscure, inscrutable
- coil, tangle
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- "’ οὗτοι τοίνυν εἰσ συστήματα διαιρεθέντεσ καὶ διαφόρουσ λόγων λαβυρίνθουσ ἐπινοήσαντεσ οἱ μὲν Στωϊκοὺσ ὠνομάκασιν ἑαυτούσ, οἱ δὲ Ἀκαδημαϊκούσ, οἱ δὲ Ἐπικουρείουσ, οἱ δὲ Περιπατητικοὺσ καὶ ἄλλα πολλῷ γελοιότερα τούτων ἔπειτα δὲ ὄνομα σεμνὸν τὴν ἀρετὴν περιθέμενοι καὶ τὰσ ὀφρῦσ ἐπάραντεσ καὶ τὰ μέτωπα ῥυτιδώσαντεσ καὶ τοὺσ πώγωνασ ἐπισπασάμενοι περιέρχονται ἐπιπλάστῳ σχήματι κατάπτυστα ἤθη περιστέλλοντεσ, ἐμφερεῖσ μάλιστα τοῖσ τραγικοῖσ ἐκείνοισ ὑποκριταῖσ, ὧν ἢν ἀφέλῃ τισ τὰ προσωπεῖα καὶ τὴν χρυσόπαστον ἐκείνην στολήν, τὸ καταλειπόμενόν ἐστι γελοῖον ἀνθρώπιον ἑπτὰ δραχμῶν ἐσ τὸν ἀγῶνα μεμισθωμένον. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 29:3)
(루키아노스, Icaromenippus, (no name) 29:3)
- ἢν γὰρ μὴ ῥᾳδίωσ πιστεύωμεν ἀκούοντεσ, ἀλλὰ δικαστικῶσ αὐτὸ ποιῶμεν ἀπολιπόντεσ καὶ τοῖσ ἑξῆσ λόγον, ἴσωσ εὐμαρῶσ ἂν τοὺσ λαβυρίνθουσ ἐκφύγοιμεν. (Lucian, 98:5)
(루키아노스, 98:5)
- εἰ ταῦτα λέγοιεν οἱ ἄνδρεσ, ποίουσ λαβυρίνθουσ σοφίασ ἀνελίττων ἢ τί λέγων τῶν πάντων οἱο͂́σ τε γένοιτ’ ἂν ἀντειπεῖν; (Aristides, Aelius, Orationes, 78:4)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 78:4)