헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κωμάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κωμάζω

형태분석: κωμάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from kw=ma

  1. 즐기다, 누리다, 기리다
  1. to go about with a party of revellers, to revel, make merry
  2. to go in festal procession
  3. to celebrate a kw=mos in honour of the victor at the games, to join in festivities
  4. to approach with a kw=mos, sing in his honour
  5. to honour or celebrate, in or with the kw=mos
  6. to break in upon in the manner of revellers, to burst in

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κωμάζω

(나는) 즐긴다

κωμάζεις

(너는) 즐긴다

κωμάζει

(그는) 즐긴다

쌍수 κωμάζετον

(너희 둘은) 즐긴다

κωμάζετον

(그 둘은) 즐긴다

복수 κωμάζομεν

(우리는) 즐긴다

κωμάζετε

(너희는) 즐긴다

κωμάζουσιν*

(그들은) 즐긴다

접속법단수 κωμάζω

(나는) 즐기자

κωμάζῃς

(너는) 즐기자

κωμάζῃ

(그는) 즐기자

쌍수 κωμάζητον

(너희 둘은) 즐기자

κωμάζητον

(그 둘은) 즐기자

복수 κωμάζωμεν

(우리는) 즐기자

κωμάζητε

(너희는) 즐기자

κωμάζωσιν*

(그들은) 즐기자

기원법단수 κωμάζοιμι

(나는) 즐기기를 (바라다)

κωμάζοις

(너는) 즐기기를 (바라다)

κωμάζοι

(그는) 즐기기를 (바라다)

쌍수 κωμάζοιτον

(너희 둘은) 즐기기를 (바라다)

κωμαζοίτην

(그 둘은) 즐기기를 (바라다)

복수 κωμάζοιμεν

(우리는) 즐기기를 (바라다)

κωμάζοιτε

(너희는) 즐기기를 (바라다)

κωμάζοιεν

(그들은) 즐기기를 (바라다)

명령법단수 κώμαζε

(너는) 즐겨라

κωμαζέτω

(그는) 즐겨라

쌍수 κωμάζετον

(너희 둘은) 즐겨라

κωμαζέτων

(그 둘은) 즐겨라

복수 κωμάζετε

(너희는) 즐겨라

κωμαζόντων, κωμαζέτωσαν

(그들은) 즐겨라

부정사 κωμάζειν

즐기는 것

분사 남성여성중성
κωμαζων

κωμαζοντος

κωμαζουσα

κωμαζουσης

κωμαζον

κωμαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κωμάζομαι

κωμάζει, κωμάζῃ

κωμάζεται

쌍수 κωμάζεσθον

κωμάζεσθον

복수 κωμαζόμεθα

κωμάζεσθε

κωμάζονται

접속법단수 κωμάζωμαι

κωμάζῃ

κωμάζηται

쌍수 κωμάζησθον

κωμάζησθον

복수 κωμαζώμεθα

κωμάζησθε

κωμάζωνται

기원법단수 κωμαζοίμην

κωμάζοιο

κωμάζοιτο

쌍수 κωμάζοισθον

κωμαζοίσθην

복수 κωμαζοίμεθα

κωμάζοισθε

κωμάζοιντο

명령법단수 κωμάζου

κωμαζέσθω

쌍수 κωμάζεσθον

κωμαζέσθων

복수 κωμάζεσθε

κωμαζέσθων, κωμαζέσθωσαν

부정사 κωμάζεσθαι

분사 남성여성중성
κωμαζομενος

κωμαζομενου

κωμαζομενη

κωμαζομενης

κωμαζομενον

κωμαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κωμάσω

(나는) 즐기겠다

κωμάσεις

(너는) 즐기겠다

κωμάσει

(그는) 즐기겠다

쌍수 κωμάσετον

(너희 둘은) 즐기겠다

κωμάσετον

(그 둘은) 즐기겠다

복수 κωμάσομεν

(우리는) 즐기겠다

κωμάσετε

(너희는) 즐기겠다

κωμάσουσιν*

(그들은) 즐기겠다

기원법단수 κωμάσοιμι

(나는) 즐기겠기를 (바라다)

κωμάσοις

(너는) 즐기겠기를 (바라다)

κωμάσοι

(그는) 즐기겠기를 (바라다)

쌍수 κωμάσοιτον

(너희 둘은) 즐기겠기를 (바라다)

κωμασοίτην

(그 둘은) 즐기겠기를 (바라다)

복수 κωμάσοιμεν

(우리는) 즐기겠기를 (바라다)

κωμάσοιτε

(너희는) 즐기겠기를 (바라다)

κωμάσοιεν

(그들은) 즐기겠기를 (바라다)

부정사 κωμάσειν

즐길 것

분사 남성여성중성
κωμασων

κωμασοντος

κωμασουσα

κωμασουσης

κωμασον

κωμασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κωμάσομαι

κωμάσει, κωμάσῃ

κωμάσεται

쌍수 κωμάσεσθον

κωμάσεσθον

복수 κωμασόμεθα

κωμάσεσθε

κωμάσονται

기원법단수 κωμασοίμην

κωμάσοιο

κωμάσοιτο

쌍수 κωμάσοισθον

κωμασοίσθην

복수 κωμασοίμεθα

κωμάσοισθε

κωμάσοιντο

부정사 κωμάσεσθαι

분사 남성여성중성
κωμασομενος

κωμασομενου

κωμασομενη

κωμασομενης

κωμασομενον

κωμασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκώμαζον

(나는) 즐기고 있었다

ἐκώμαζες

(너는) 즐기고 있었다

ἐκώμαζεν*

(그는) 즐기고 있었다

쌍수 ἐκωμάζετον

(너희 둘은) 즐기고 있었다

ἐκωμαζέτην

(그 둘은) 즐기고 있었다

복수 ἐκωμάζομεν

(우리는) 즐기고 있었다

ἐκωμάζετε

(너희는) 즐기고 있었다

ἐκώμαζον

(그들은) 즐기고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκωμαζόμην

ἐκωμάζου

ἐκωμάζετο

쌍수 ἐκωμάζεσθον

ἐκωμαζέσθην

복수 ἐκωμαζόμεθα

ἐκωμάζεσθε

ἐκωμάζοντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡ Σελήνη δὲ ἄγρυπνοσ καὶ αὐτὴ περίεισιν φαίνουσα τοῖσ κωμάζουσιν καὶ τοῖσ ἀωρὶ ἀπὸ τῶν δείπνων ἐπανιοῦσιν. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 1:4)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 1:4)

  • καθ’ ἑκάστην δὲ τὴν νύκτα ὁ μὲν στενωπὸσ ἡμῶν ἐνεπίμπλατο μεθυόντων ἐραστῶν κωμαζόντων ἐπ’ αὐτὴν καὶ κοπτόντων τὴν θύραν, ἐνίων δὲ καὶ εἰσβιάζεσθαι σὺν οὐδενὶ κόσμῳ τολμώντων. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 31:3)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 31:3)

  • καί τινοσ εἰπόντοσ ὅτι βαλλίζουσιν οἱ κατὰ τὴν πόλιν ἅπαντεσ τῇ θεῷ, ὦ λῷστε, ὁ Οὐλπιανὸσ γελάσασ ἔφη, καί τίσ Ἑλλήνων τοῦτο βαλλισμὸν ἐκάλεσεν, δέον εἰρηκέναι κωμάζουσιν ἢ χορεύουσιν ἤ τι ἄλλο τῶν εἰρημένων; (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 63 2:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 63 2:3)

  • "τίσ οὖν ὁ κωλύων ἐστὶ κωμάζειν ἐπὶ θύρασ, ᾄδειν τὸ παρακλαυσίθυρον, ἀναδεῖν τὰ εἰκόνια, παγκρατιάζειν πρὸσ τοὺσ ἀντεραστάσ; (Plutarch, Amatorius, section 85)

    (플루타르코스, Amatorius, section 85)

  • Χαιρεφῶν οὕτωσ μεμάθηκε κωμάζειν ἄδειπνοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 42 3:8)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 42 3:8)

  • κωμάζω δ’ οὐκ οἶνον ὑπὸ φρένα, πῦρ δὲ γεμισθείσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 85 1:2)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 85 1:2)

  • κωμάζω, χρύσειον ἐσ ἑσπερίων χορὸν ἄστρων λεύσσων, οὐδ’ ἄλλων λὰξ ἐβάρυν’ ὀάρουσ· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2701)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2701)

유의어

  1. to break in upon in the manner of revellers

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION