- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κυνηγετικός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: kynēgetikos 고전 발음: [뀌네:게띠꼬] 신약 발음: [뀌네개띠꼬]

기본형: κυνηγετικός κυνηγετική κυνηγετικόν

형태분석: κυνηγετικ (어간) + ος (어미)

어원: from κυνηγέτης

  1. of or for hunting, fond of the chase

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 κυνηγετικός

(이)가

κυνηγετική

(이)가

κυνηγετικόν

(것)가

속격 κυνηγετικοῦ

(이)의

κυνηγετικῆς

(이)의

κυνηγετικοῦ

(것)의

여격 κυνηγετικῷ

(이)에게

κυνηγετικῇ

(이)에게

κυνηγετικῷ

(것)에게

대격 κυνηγετικόν

(이)를

κυνηγετικήν

(이)를

κυνηγετικόν

(것)를

호격 κυνηγετικέ

(이)야

κυνηγετική

(이)야

κυνηγετικόν

(것)야

쌍수주/대/호 κυνηγετικώ

(이)들이

κυνηγετικά

(이)들이

κυνηγετικώ

(것)들이

속/여 κυνηγετικοῖν

(이)들의

κυνηγετικαῖν

(이)들의

κυνηγετικοῖν

(것)들의

복수주격 κυνηγετικοί

(이)들이

κυνηγετικαί

(이)들이

κυνηγετικά

(것)들이

속격 κυνηγετικῶν

(이)들의

κυνηγετικῶν

(이)들의

κυνηγετικῶν

(것)들의

여격 κυνηγετικοῖς

(이)들에게

κυνηγετικαῖς

(이)들에게

κυνηγετικοῖς

(것)들에게

대격 κυνηγετικούς

(이)들을

κυνηγετικάς

(이)들을

κυνηγετικά

(것)들을

호격 κυνηγετικοί

(이)들아

κυνηγετικαί

(이)들아

κυνηγετικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ξενοφῶντι τῷ Γρύλλου λέλεκται μὲν ὅσα ἀγαθὰ ἀνθρώποις ἀπὸ κυνηγεσίων γίγνεται, καὶ οἱ παιδευθέντες ὑπὸ Χείρωνι τὴν παίδευσιν ταύτην ὅπως θεοφιλεῖς τε ἦσαν καὶ ἔντιμοι ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα, λέλεκται δὲ καὶ καθ᾿ ὅ τι ἐοίκεν τῇ πολεμικῇ ἐπιστήμῃ ἡ κυνηγετική, καὶ ἥντινα ἡλικίαν ἔχοντα χρὴ ἐλθεῖν ἐπὶ τὸ ἔργον, καὶ τὸ εἶδος καὶ τὴν γνώμην ὁποῖόν τινα: (Arrian, Cynegeticus, chapter 1 1:1)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 1 1:1)

  • διόπερ ὡς ἐπ ὠφελείᾳ τῶν ἀνθρώπων τοῦτο ποιοῦσα τῇ κυνηγετικῇ θεῷ ἡ κυνηγέτις ἀνάκειται. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 126 2:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 126 2:2)

  • ἡ γάρ που κυνηγετικὴ κυνῶν θεραπεία. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 67:9)

    (플라톤, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 67:9)

유의어

  1. of or for hunting

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION