Ancient Greek-English Dictionary Language

κροκωτός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κροκωτός κροκωτή κροκωτόν

Structure: κροκωτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: kroko/w

Sense

  1. saffron-dyed, saffron-coloured
  2. a saffron-coloured frock

Examples

  • , ἕνα μὲν τιναβραχύν, πρεσβύτην, ὑπόπαχυν, προγάστορα, ῥινόσιμον, ὦτα μεγάλα ὄρθια ἔχοντα, ὑπότρομον, νάρθηκι ἐπερειδόμενον, ἐπ’ ὄνου τὰ πολλὰ ἱππεύοντα, ἐν κροκωτῷ καὶ τοῦτον, πάνυ πιθανόν τινα συνταγματάρχην αὐτοῦ· (Lucian, (no name) 2:3)
  • τί βάρβιτοσ λαλεῖ κροκωτῷ; (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Prologue, iambics7)
  • ἀλλ’ οὐχ οἱο͂́σ τ’ εἴμ’ ἀποσοβῆσαι τὸν γέλων ὁρῶν λεοντῆν ἐπὶ κροκωτῷ κειμένην. (Aristophanes, Frogs, Prologue 2:15)
  • ἑωρακέναι γάρ σέ που εἰ κὸσ γεγραμμένον, τῇ Ὀμφάλῃ δουλεύοντα, πάνυ ἀλλόκοτον σκευὴν ἐσκευασμένον, ἐκείνην μὲν τὸν λέοντα αὐτοῦ περιβεβλημένην καὶ τὸ ξύλον ἐν τῇ χειρὶ ἔχουσαν, ὡσ Ἡρακλέα δῆθεν οὖσαν, αὐτὸν δὲ ἐν κροκωτῷ καὶ πορφυρίδι ἔρια ξαίνοντα καὶ παιόμενον ὑπὸ τῆσ Ὀμφάλησ τῷ σανδαλίῳ· (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 10 2:1)
  • προΐτω γε μὴν νὴ Δία τρυφῶν τε καὶ μύρου καὶ οἴνου ἀποπνέων ἐν κροκωτῷ μετὰ πολλοῦ καὶ ἀτάκτου γέλωτοσ, μεθύοντι προσεοικώσ κωμάζοντι μεθ’ ἡμέραν ἀσελγῆ κῶμον, στεφάνουσ τινὰσ ἐστεφανωμένοσ ἑώλουσ τήν τε κεφαλὴν καὶ περὶ τῷ τραχήλῳ , καὶπλάγιοσ φερόμενοσ, ὀρχούμενόσ τε καὶ ᾅδων θῆλυ καὶ ἄμουσον μέλοσ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 128:1)

Synonyms

  1. saffron-dyed

  2. a saffron-coloured frock

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION