Ancient Greek-English Dictionary Language

κροκωτός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κροκωτός κροκωτή κροκωτόν

Structure: κροκωτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: kroko/w

Sense

  1. saffron-dyed, saffron-coloured
  2. a saffron-coloured frock

Examples

  • τὸν κροκωτὸν πρῶτον ἐνδύου λαβών. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Prologue, iambics 2:70)
  • ἐγὼ δὲ καταπεπλασμένη ψιμυθίῳ ἕστηκα καὶ κροκωτὸν ἠμφιεσμένη ἀργόσ, μινυρομένη τι πρὸσ ἐμαυτὴν μέλοσ, ἀργόσ, μινυρομένη τι πρὸσ ἐμαυτὴν μέλοσ, παίζουσα. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Lyric-Scene2)
  • ὥστε τῶν νῦν μηδένα ἀνδρῶν ἐπ’ ἀλλήλοισιν ἄρεσθαι δόρυ ‐ κροκωτὸν ἄρα νὴ τὼ θεὼ ’γὼ βάψομαι. (Aristophanes, Lysistrata, Prologue 2:3)
  • κᾆτ’ ἔχουσα τὸν κροκωτὸν ἄρκτοσ ἦ Βραυρωνίοισ· (Aristophanes, Lysistrata, Choral, antistrophe 17)
  • μετὰ τούτουσ τετράκυκλοσ πηχῶν τεσσαρεσκαίδεκα, ὀκτὼ δὲ τὸ πλάτοσ, ἤγετο ὑπὸ ἀνδρῶν ὀγδοήκοντα καὶ ἑκατόν, ἐπὶ δὲ ταύτησ ἐπῆν ἄγαλμα Διονύσου δεκάπηχυ σπένδον ἐκ καρχησίου χρυσοῦ, χιτῶνα πορφυροῦν ἔχον διάπεζον καὶ ἐπ’ αὐτοῦ κροκωτὸν διαφανῆ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 19 3:117)

Synonyms

  1. saffron-dyed

  2. a saffron-coloured frock

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION