헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κολακεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κολακεύω

형태분석: κολακεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: ko/lac

  1. 아첨하다, 기쁘게 하다, 알랑거리다, 비위맞추다
  1. to flatter, to be flattered, be open to flattery

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κολακεύω

(나는) 아첨한다

κολακεύεις

(너는) 아첨한다

κολακεύει

(그는) 아첨한다

쌍수 κολακεύετον

(너희 둘은) 아첨한다

κολακεύετον

(그 둘은) 아첨한다

복수 κολακεύομεν

(우리는) 아첨한다

κολακεύετε

(너희는) 아첨한다

κολακεύουσιν*

(그들은) 아첨한다

접속법단수 κολακεύω

(나는) 아첨하자

κολακεύῃς

(너는) 아첨하자

κολακεύῃ

(그는) 아첨하자

쌍수 κολακεύητον

(너희 둘은) 아첨하자

κολακεύητον

(그 둘은) 아첨하자

복수 κολακεύωμεν

(우리는) 아첨하자

κολακεύητε

(너희는) 아첨하자

κολακεύωσιν*

(그들은) 아첨하자

기원법단수 κολακεύοιμι

(나는) 아첨하기를 (바라다)

κολακεύοις

(너는) 아첨하기를 (바라다)

κολακεύοι

(그는) 아첨하기를 (바라다)

쌍수 κολακεύοιτον

(너희 둘은) 아첨하기를 (바라다)

κολακευοίτην

(그 둘은) 아첨하기를 (바라다)

복수 κολακεύοιμεν

(우리는) 아첨하기를 (바라다)

κολακεύοιτε

(너희는) 아첨하기를 (바라다)

κολακεύοιεν

(그들은) 아첨하기를 (바라다)

명령법단수 κολάκευε

(너는) 아첨해라

κολακευέτω

(그는) 아첨해라

쌍수 κολακεύετον

(너희 둘은) 아첨해라

κολακευέτων

(그 둘은) 아첨해라

복수 κολακεύετε

(너희는) 아첨해라

κολακευόντων, κολακευέτωσαν

(그들은) 아첨해라

부정사 κολακεύειν

아첨하는 것

분사 남성여성중성
κολακευων

κολακευοντος

κολακευουσα

κολακευουσης

κολακευον

κολακευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κολακεύομαι

(나는) 아첨된다

κολακεύει, κολακεύῃ

(너는) 아첨된다

κολακεύεται

(그는) 아첨된다

쌍수 κολακεύεσθον

(너희 둘은) 아첨된다

κολακεύεσθον

(그 둘은) 아첨된다

복수 κολακευόμεθα

(우리는) 아첨된다

κολακεύεσθε

(너희는) 아첨된다

κολακεύονται

(그들은) 아첨된다

접속법단수 κολακεύωμαι

(나는) 아첨되자

κολακεύῃ

(너는) 아첨되자

κολακεύηται

(그는) 아첨되자

쌍수 κολακεύησθον

(너희 둘은) 아첨되자

κολακεύησθον

(그 둘은) 아첨되자

복수 κολακευώμεθα

(우리는) 아첨되자

κολακεύησθε

(너희는) 아첨되자

κολακεύωνται

(그들은) 아첨되자

기원법단수 κολακευοίμην

(나는) 아첨되기를 (바라다)

κολακεύοιο

(너는) 아첨되기를 (바라다)

κολακεύοιτο

(그는) 아첨되기를 (바라다)

쌍수 κολακεύοισθον

(너희 둘은) 아첨되기를 (바라다)

κολακευοίσθην

(그 둘은) 아첨되기를 (바라다)

복수 κολακευοίμεθα

(우리는) 아첨되기를 (바라다)

κολακεύοισθε

(너희는) 아첨되기를 (바라다)

κολακεύοιντο

(그들은) 아첨되기를 (바라다)

명령법단수 κολακεύου

(너는) 아첨되어라

κολακευέσθω

(그는) 아첨되어라

쌍수 κολακεύεσθον

(너희 둘은) 아첨되어라

κολακευέσθων

(그 둘은) 아첨되어라

복수 κολακεύεσθε

(너희는) 아첨되어라

κολακευέσθων, κολακευέσθωσαν

(그들은) 아첨되어라

부정사 κολακεύεσθαι

아첨되는 것

분사 남성여성중성
κολακευομενος

κολακευομενου

κολακευομενη

κολακευομενης

κολακευομενον

κολακευομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκολάκευον

(나는) 아첨하고 있었다

ἐκολάκευες

(너는) 아첨하고 있었다

ἐκολάκευεν*

(그는) 아첨하고 있었다

쌍수 ἐκολακεύετον

(너희 둘은) 아첨하고 있었다

ἐκολακευέτην

(그 둘은) 아첨하고 있었다

복수 ἐκολακεύομεν

(우리는) 아첨하고 있었다

ἐκολακεύετε

(너희는) 아첨하고 있었다

ἐκολάκευον

(그들은) 아첨하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκολακευόμην

(나는) 아첨되고 있었다

ἐκολακεύου

(너는) 아첨되고 있었다

ἐκολακεύετο

(그는) 아첨되고 있었다

쌍수 ἐκολακεύεσθον

(너희 둘은) 아첨되고 있었다

ἐκολακευέσθην

(그 둘은) 아첨되고 있었다

복수 ἐκολακευόμεθα

(우리는) 아첨되고 있었다

ἐκολακεύεσθε

(너희는) 아첨되고 있었다

ἐκολακεύοντο

(그들은) 아첨되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ὁ δὲ τῆσ Αἰγύπτου δυνάστησ μισούμενοσ μὲν ὑπὸ τῶν ὄχλων, κολακευόμενοσ δ’ ὑπὸ τῶν περὶ αὐτόν, ἐν πολλῇ δὲ τρυφῇ ζῶν, οὐδὲ ἀποπατεῖν οἱο͂́σ τε ἦν, εἰ μὴ δυσὶν ἐπαπερειδόμενοσ ἐπορεύετο. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 73 4:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 73 4:1)

  • τἆλλ’ οὖν ὢν καὶ μισέλλην ἐν τοῖσ μάλιστα Περσῶν ὁ Τισαφέρνησ, οὕτωσ ἐνεδίδου τῷ Ἀλκιβιάδῃ κολακευόμενοσ ὥσθ’ ὑπερβάλλειν αὐτὸν ἀντικολακεύων ἐκεῖνοσ. (Plutarch, , chapter 24 5:1)

    (플루타르코스, , chapter 24 5:1)

  • οὓσ ἀπαγομένουσ διὰ τῆσ ἀγορᾶσ οὐδεὶσ τῶν παρόντων ἐξελέσθαι δυνατὸσ ἦν οὔτε ὕπατοσ οὔτε δήμαρχοσ οὔτε ὁ κολακευόμενοσ ὑπ’ αὐτῶν καὶ πᾶσαν ἐξουσίαν ἐλάττω τῆσ ἰδίασ εἶναι νομίζων ὄχλοσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 26 7:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 26 7:1)

  • ἔχαιρε γὰρ κολακευόμενοσ, ἔπειτ’ αὐτὸν οὐχ οὓσ ἐφοβεῖτο, ἀλλ’ οἷσ ἑαυτὸν ἐνεχείριζε, κατέλυσαν· (Aeschines, Speeches, , section 234 1:5)

    (아이스키네스, 연설, , section 234 1:5)

  • Τούτοισ ἐπίστευσεν Ἡρώδησ καί τινα παραμυθίαν τῆσ προπετείασ εἴληφεν ἐν τοῖσ κακοῖσ ὑπὸ τῶν χειρόνων κολακευόμενοσ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 16 301:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 16 301:1)

유의어

  1. 아첨하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION