- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κλαυθμός?

2군 변화 명사; 자동번역 로마알파벳 전사: klauthmos 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κλαυθμός κλαυθμοῦ

형태분석: κλαυθμ (어간) + ος (어미)

어원: κλαίω

  1. 울음, 눈물
  1. a weeping

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κλαυθμός

울음이

κλαυθμώ

울음들이

κλαυθμοί

울음들이

속격 κλαυθμοῦ

울음의

κλαυθμοῖν

울음들의

κλαυθμῶν

울음들의

여격 κλαυθμῷ

울음에게

κλαυθμοῖν

울음들에게

κλαυθμοῖς

울음들에게

대격 κλαυθμόν

울음을

κλαυθμώ

울음들을

κλαυθμούς

울음들을

호격 κλαυθμέ

울음아

κλαυθμώ

울음들아

κλαυθμοί

울음들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἦν μὲν γάρ αὐτοῖς ἀχαράκωτον τὸ στρατόπεδον καὶ ἀτείχιστον, ἀπελείποντο δὲ τῶν βαρβάρων ἔτι πολλαὶ μυριάδες ἀήττητοι, καὶ συμμεμιγμένων τούτοις ὅσοι διαπεφεύγεσαν τῶν Ἀμβρώνων, ὀδυρμὸς ἦν διὰ νυκτός, οὐ κλαυθμοῖς οὐδὲ στεναγμοῖς ἀνθρώπων ἐοικώς, ἀλλὰ θηρομιγής τις ὠρυγὴ καὶ βρύχημα μεμιγμένον ἀπειλαῖς καὶ θρήνοις ἀναπεμπόμενον ἐκ πλήθους τοσούτου τά τε πέριξ ὄρη καὶ τὰ κοῖλα τοῦ ποταμοῦ περιεφώνει. (Plutarch, Caius Marius, chapter 20 2:1)

    (플루타르코스, Caius Marius, chapter 20 2:1)

  • καὶ παρ οὐδὲν ἐλθὼν καταποντωθῆναι, τύχῃ τινὶ παραλόγῳ σωθεὶς ἄρτι τεθνηκότος τοῦ Καιπίωνος, ἐμπαθέστερον ἔδοξεν ἢ φιλοσοφώτερον ἐνεγκεῖν τὴν συμφοράν, οὐ μόνον κλαυθμοῖς καὶ περιπτύξεσι τοῦ νεκροῦ καὶ βαρύτητι λύπης, ἀλλὰ καὶ δαπάνῃ περὶ τὴν ταφὴν καὶ πραγματείαις θυμιαμάτων καὶ ἱματίων πολυτελῶν συγκατακαέντων καὶ μνήματος ξεστοῦ λίθων Θασίων ἀπὸ ταλάντων ὀκτὼ κατασκευασθέντος ἐν τῇ Αἰνίων ἀγορᾷ. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 11 2:1)

    (플루타르코스, Cato the Younger, chapter 11 2:1)

유의어

  1. 울음

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION