- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κινδύνευμα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: kindyneuma 고전 발음: [낀뒤네] 신약 발음: [낀뒤네]

기본형: κινδύνευμα κινδύνευματος

형태분석: κινδυνευματ (어간)

  1. 위험, 파괴, 폐허, 위기
  1. a risk, hazard, venture, bold enterprise

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δῆγμα ἐκεῖ τὸ κινδύνευμα, καὶ ἄλγημα, καὶ ὁ ἰατρὸς εἰσκληθεὶς ἐπήμυνεν ἀπὸ δὲ τοῦ σοῦ φιλήματος καὶ τοῦ ἰοῦ ἐκείνου τίς ἂν ἢ ἱεροῖς ἢ βωμοῖς προσέλθοι · (Lucian, Pseudologista, (no name) 20:6)

    (루키아노스, Pseudologista, (no name) 20:6)

  • ἀλλ, εἰ μὲν - ἕν τι - τοῦθ ὁμοῦ γενήσεται, ἄγαλμά τ οἴσεις κἄμ ἐπ εὐπρύμνου νεὼς ἄξεις, τὸ κινδύνευμα γίγνεται καλόν: (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode, iambic 4:9)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode, iambic 4:9)

  • πλὴν ἐκεκμήκει γὰρ ἤδη καὶ πονήρως ἐφώνει καὶ τὸ πλῆθος εἰς τὸν Δᾶμιν ἀπέβλεπε - , συνεὶς δὲ ἐγὼ τὸ κινδύνευμα τὴν νύκτα ἐκέλευσα περιχυθεῖσαν διαλῦσαι τὴν συνουσίαν. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 17:7)

    (루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 17:7)

  • φιλοσοφία δὲ καὶ μακρῷ τῷ χρόνῳ ἀνέφικτος, ἢν μὴ πάνυ τις ἐγρηγορότως ἀτενὲς ἀεὶ καὶ γοργὸν ἀποβλέπῃ ἐς αὐτήν, καὶ τὸ κινδύνευμα οὐ περὶ μικρῶν, ἢ ἄθλιον εἶναι ἐν τῷ πολλῷ τῶν ἰδιωτῶν συρφετῷ παραπολόμενον ἢ εὐδαιμονῆσαι φιλοσοφήσαντα. (Lucian, 3:3)

    (루키아노스, 3:3)

  • ποῖόν τι κινδύνευμα· (Sophocles, Antigone, episode 2:3)

    (소포클레스, Antigone, episode 2:3)

관련어

명사

형용사

동사

부사

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION