- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατοχή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: katochē 고전 발음: [까또케:] 신약 발음: [까또케]

기본형: κατοχή

형태분석: κατοχ (어간) + η (어미)

어원: κατέχω

  1. 구류, 구속
  2. 영감, 자극, 고무
  1. a holding fast, detention
  2. possession by a spirit, inspiration

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κατοχή

구류가

κατοχά

구류들이

κατοχαί

구류들이

속격 κατοχῆς

구류의

κατοχαῖν

구류들의

κατοχῶν

구류들의

여격 κατοχῇ

구류에게

κατοχαῖν

구류들에게

κατοχαῖς

구류들에게

대격 κατοχήν

구류를

κατοχά

구류들을

κατοχάς

구류들을

호격 κατοχή

구류야

κατοχά

구류들아

κατοχαί

구류들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἴσως οὖν οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὸν εὐδιαφόρητον ἄνευ στερεμνίου σιτίου μίγματος, ὃ τοῖς ἰατροῖς διὰ τὴν τέχνην ἐστὶ δῆλον τοῖς γοῦν καρδιακοῖς μετὰ οἴνου σιτῶδες ἀναμίσγουσί τι πρὸς κατοχὴν τῆς δυνάμεως. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 17 2:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 17 2:4)

  • "ἐνθουσιασμοῦ δὲ τὸ μαντικὸν ἐξ Ἀπόλλωνος ἐπιπνοίας καὶ κατοχῆς, τὸ δὲ βακχεῖον ἐκ Διονύσου, κἀπὶ Κυρβάντεσι χορεύσατε φησὶ Σοφοκλῆς τὰ γὰρ μητρῷα καὶ πανικὰ κοινωνεῖ τοῖς βακχικοῖς ὀργιασμοῖς. (Plutarch, Amatorius, section 16 2:6)

    (플루타르코스, Amatorius, section 16 2:6)

  • Ἄρεος γὰρ οὐ πάνυ μέτεστι γυναικί, ἡ δ ἐξ Ἔρωτος κατοχὴ προάγεταί τι τολμᾶν παρὰ φύσιν καὶ ἀποθνήσκειν. (Plutarch, Amatorius, section 17 21:3)

    (플루타르코스, Amatorius, section 17 21:3)

  • "τὸ δὲ πᾶν τῆς ἀσκήσεως κράτος, ὦ φίλε, ταῖς ἐπεισοδίοις καὶ περιτταῖς προσαγαγόντας ἐπιθυμίαις ἐκπονεῖν χρὴ καὶ ἀποκόπτειν αὐτὰς ἀνείρξεσι καὶ κατοχαῖς ὑπὸ τοῦ λόγου κολαζομένας. (Plutarch, De genio Socratis, section 15 5:5)

    (플루타르코스, De genio Socratis, section 15 5:5)

  • "ὁ δ ἐπὶ τῆς κοιλίας ἔγραφε τὰ σχήματα τῇ στλεγγίδι, καὶ λουόμενος ὥς φασιν ἐκ τῆς ὑπερχύσεως ἐννοήσας τὴν τοῦ στεφάνου μέτρησιν οἱο῀ν ἔκ τινος κατοχῆς ἢ ἐπιπνοίας ἐξήλατο βοῶν εὑρ´ηκα, καὶ τοῦτο πολλάκις φθεγγόμενος ἐβάδιζεν. (Plutarch, Non posse suaviter vivi secundum Epicurum, section 1117)

    (플루타르코스, Non posse suaviter vivi secundum Epicurum, section 1117)

  • ὡς δὲ τὰ πάντα ἐν τῇ κατοχῇ ἀληθεύουσα ἐφαίνετο, οὐκέτι ἀμελεῖσθαι ὑπ᾿ Ἀλεξάνδρου, ἀλλ᾿ εἶναι γὰρ τῇ Σύρᾳ πρόσοδον πρὸς τὸν βασιλέα καὶ νύκτωρ καὶ μεθ᾿ ἡμέραν, καὶ καθεύδοντι πολλάκις ἤδη ἐπιστῆναι. (Arrian, Anabasis, book 4, chapter 13 5:4)

    (아리아노스, Anabasis, book 4, chapter 13 5:4)

  • πνεύματος γὰρ κατοχῇ χρόνον ὑπομεῖναν διαφθείρεται, καθάπερ κωλυομένης τῆς τοῦ πνεύματος ἐκφορᾶς ὑπὸ τῆς προσπεσούσης ταῖς ἀναπνοαῖς δυνάμεως: (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 12 2:4)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 12 2:4)

  • τρίτη δὲ ἀπὸ Μουσῶν κατοχή τε καὶ μανία λαβοῦσα ἁπαλὴν καὶ ἄβατον ψυχὴν ἐγείρουσα κἀναβακχεύουσα κατά τε ᾠδὰς καὶ κατὰ τὴν ἄλλην ποίησιν μυρία τῶν παλαιῶν ἔργα κοσμοῦσα, τοὺς ἐπιγιγνομένους παιδεύει. (Aristides, Aelius, Orationes, 14:1)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 14:1)

유의어

  1. 구류

    • παγίς (키프로스 인들이 사용하던 작고 빠른 배, 급사의 말, 빠르고 가벼운 말 품종)
  2. 영감

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION